Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Μονοπάτια


Βγαίνω να περπατήσω λίγο, με έχει κουράσει η πραγματικότητα. Μπροστά μου έχω τον ήλιο να δύει και κάτω μου νιώθω το κακοσυντηρημένο πεζοδρόμιο μέσα από τις φθαρμένες σόλες των υποδημάτων μου.

Οι ήχοι της φύσης με συνεπαίρνουν. Το μυστηριακό τραγούδι των χόρτων και ο ψαλμός των δέντρων που μιλάνε για μια βαθύτερη, εσωτερική τάξη πραγμάτων μου θυμίζουν αυτά που ήδη ξέρω.

Δυστυχώς η κακοφωνία των ζώων και ανθρώπινων μηχανών με τραβάνε σαν σκουριασμένες αλυσίδες στο πολύχρωμο επιφανειακά μα στη πραγματικότητα γκρίζο τοπίο.

Μπροστά μου ο ήλιος δύει. Η ζέστη και το φως του μου φέρνουν νύστα. Κλείνω τα μάτια και περπατώ χωρίς να βλέπω. Δεν νιώθω πια το πεζοδρόμιο.
Γύρω μου σκοτάδι και ένα φωτεινό μονοπάτι ανεβαίνει στους ουρανούς.

Περπατάω και βρίσκομαι σε δυο μέρη ταυτόχρονα. Το σώμα μου στο πεζοδρόμιο και ο νους στις θάλασσες του ηλίου.

Επιστρέφω σπίτι, αναζωογονημένος, φρέσκος, νέος άνθρωπος. Η ανάμνηση του φωτεινού μονοπατιού αχνοφέγγει ακόμα στα μάτια μου.
Φως και ζέστη και ταυτόχρονα σκοτάδι και κρύο. Μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας.

Για λίγο μόνο αλλάζω συνήθειες ύπνου. Κοιμάμαι περισσότερο τις μέρες και μένω όρθιος τις νύχτες.
Αφήνω τη νυχτερινή δροσιά και τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να με καληνυχτίσουν, μια ρουτίνα που επαναλαμβάνω μέχρι τον ερχομό της ζέστης και του καλοκαιριού.

Τότε που είναι αδύνατον να κοιμηθείς τις μέρες του καύσωνα και οι νύχτες είναι τόσο σύντομες που ο ύπνος φαντάζει σαν σύντομο διάλειμμα.