Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Επιστροφή

Το χώμα που διέρρεε από τη κυλιόμενη κλεψύδρα σχημάτιζε γραμμές στον κατήφορο, χωρίζοντάς τον σε λωρίδες.
Ένα στέρεο όριο ανάμεσα σε αυτούς που έρχονταν και αυτούς που φεύγουν.

Τον ίδιο κατήφορο που διέσχιζα με ελαφρύ τρέξιμο, δεν θυμάμαι ποιος δρόμος με είχε φέρει εκεί.
Η εξάντληση που άρχισε να κυριεύει το κοιμισμένο σώμα μου, υποδέχτηκε με χαρά τον ίσιο δρόμο που ακολουθούσε.
Και μετά ανηφόρα.

Στον ορίζοντα ο ήλιος που ανέτειλε χάραξε την εικόνα του στα κλειστά μου βλέφαρα και σαν τυφλό ζόμπι τον ακολουθούσα.
Ο δρόμος που άρχισε να ανηφορίζει, ήταν στρωμένος με τραχιές πέτρες που έκοβαν τις πατούσες μου.

Πώς είχα βρεθεί εκεί, ακόμα να το θυμηθώ. Ευτυχώς που ήξερα τον δρόμο της επιστροφής, τον είχα διασχίσει άλλωστε πολλές φορές.

Ένιωσα τη σκιά μου να συγκρούεται με κάτι που προεξείχε του λιθόστρωτου μονοπατιού, κάποιος, κάτι με ακολουθούσε.
Υπήρχε μια μικρή καθυστέρηση, μερικά δέκατα του δευτερολέπτου, το πόδι του χτυπούσε το έδαφος λίγο μετά το δικό μου.

Η ενσαρκωμένη αυτή ηχώ είχε άγνωστες προθέσεις. Επιτάχυνα τον βηματισμό μου, πλέον οι δρασκελισμοί μου θύμιζαν αθλητή.
Η απόσταση, κρίνοντας από τον ήχο των βημάτων παρέμενε σταθερή. Μετά από λίγο άρχισε να σφυρίζει έναν γνωστό σκοπό, έναν σκοπό που σφύριζα στη μέση του δρόμου για να διώξω το σκοτάδι κάποτε.

Η διεμπλοκή που μας ένωνε ήταν τόσο ισχυρή που δεν με άφηνε να ξεκολλήσω όσο κι αν προσπαθούσα.
Όταν επιτέλους έφτασα στο σπίτι λαχανιασμένος, έπιασα με δύναμη τη πόρτα και την έσπρωξα. Ιδρώτας έλουζε το τεντωμένο μου χέρι.
Γύρισα να δω ανοίγοντας με κόπο τα μάτια, το λευκό ταβάνι ήταν η θέα που συνάντησα.