Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Αθέατη ψεκάδα

Βρισκόμουν ξανά στο γνώριμό μου μονοπάτι. Ο λιτός στολισμός που οφειλόταν στην εποχή και η μικρή απόσταση που μου επέτρεπε να δω η ομίχλη, δεν αρκούσαν για να ξεγελάσουν τη μνήμη μου.

Σταγονίδια που αιωρούνταν στην ομίχλη, σαν νερό στο διάστημα, κάθονταν να ξαποστάσουν στα αδιάβροχα ρούχα μου, σχηματίζοντας ρυάκια που κατέβαιναν στα πάνινα παπούτσια μου κάνοντάς με να μοιάζω με στοιχειό του νερού, περιπλανώμενο στην ομίχλη σε αναζήτηση κάποιου ανθρώπου για να τον σύρω στον αποκρουστικό μου κόσμο.

Η ομίχλη ήταν τόσο παχιά που έπνιγε κάθε ήχο. Καθώς πορευόμουν με το δυναμικό κι επιθετικό αριστερό μου πόδι και με το διστακτικό δεξί, το ένα βήμα κρούσμα σε κύμβαλο και το άλλο απαλό σούρσιμο στην άμμο.
Μέχρι και το θρόισμα των κουδουνιών που είχαν απομείνει στα δέντρα που φύτρωναν ανάμεσα στα μουντά κτίρια με προσόψεις καλυμμένες από βρύα, δεν ακουγόταν πια.

Ήταν σαν η ομίχλη να απορροφούσε κάθε ήχο και να τον έστελνε αλλού, αν και δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν σε ένα άλλο μέρος του δικού μας κόσμου ή κάποιου άλλου.

Οι καμινάδες των κτιρίων κάπνιζαν με καπνό ίδιο στο χρώμα με της ομίχλης, σαν μια τεχνητή μέθοδος γεμίσματος εξέδρας πριν τη συναυλία ή σε σκηνικό γυρίσματος ταινίας τρόμου.
Μόνο η μυρωδιά ξεχώριζε τη μία λευκή αέρια μάζα από την άλλη.

Και η μυρωδιά ήταν το μόνο που ενίσχυε εκείνη η ομίχλη. Μπορούσα να μυρίσω τα έλατα, το μαλακτικό των ρούχων των άλλων περαστικών. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τη μύτη, σαν να την είχα ψεκάσει με δεκάδες αποσυμφορητικά.

Ένιωσα να ιδρώνω, κι ας βρισκόμουν στη καρδιά του χειμώνα, σε εκείνον τον γνώριμο δρόμο.
Και για πρώτη φορά σε αυτό το πλανήτη, αποδέχτηκα το χειμώνα. Με τα κρύα και το σκοτάδι του, σαν μια εποχή που συμπληρώνει τις υπόλοιπες τρεις αντί να μου τις στερεί για όσο κρατούσε.

Ο κόσμος ο ίδιος φυσικά παρέμενε ξένος, θα χρειαζόταν πολλά περισσότερα για να τον αποδεχτώ κι αυτόν. Το ανατρίχιασμα σε κάθε απόπειρά μου να τον δω κατάματα και να τον αγκαλιάσω, επέστρεψε και κούμπωσα ξανά το αδιάβροχο.

Από απέναντι παρατήρησα μια σκοτεινή σιλουέτα να κινείται αργά, τρικλίζοντας με μελωδίες ανείπωτων τραγουδιών.
Ο αριστεροπόδαρος βηματισμός παραδόθηκε στο επιφυλακτικό και κάποιες φορές υπερπροστατευτικό δεξί. Στην ασπίδα με σταυρό που είχα στην επιγονατίδα.

Και τότε είδα το καρότσι να κυλάει μόνο του, σαν κάποιος αέρας που δεν διατάρασσε την ομίχλη να το καθοδηγούσε ομπρός μου.

"Κοίτα μέσα", ακούστηκε μια χαιρέκακη φωνή στη λευκή σιωπή της ομίχλης, η ώχρα της χροιάς της ακόμα να τρεμοπαίζει στα μάτια μου."Κοίτα, και θα ανταμειφθείς", προσέθετε χασκογελώντας.

Με κόπο κράτησα το κεφάλι να κοιτάζει μπροστά κι ας προσπαθούσαν τα μάτια να στρίψουν δεξιά. Με σίγουρο βηματισμό συνέχισα να βυθοκορώ μακριά από το μυστήριο εκείνο κατασκεύασμα.

"Κοίτα", ακούστηκε ξανά να ουρλιάζει σπαρακτικά αλλά είχα ήδη απομακρυνθεί από την έλξη του πειρασμού που εξέπεμπε, από την απορροφητική του θανατερή αύρα. Και τότε άκουσα δυο πόδια να προσγειώνονται στο έδαφος, πέφτοντας άτσαλα από το καρότσι.
Και με την άκρη του ματιού μου είδα το μικρό πλάσμα να του δίνει ξανά φόρα πριν ένα κοράκι το πιάσει και το ρίξει μέσα ξανά, περιμένοντας να ξεγελάσει τον επόμενο διαβάτη.