Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Το προαναγγελθέν χρονικό ενός στοιχειώματος

Ξύπνησα από έναν γεμάτο, ξεκούραστο ύπνο απροσδιόριστης διάρκειας. Γύρω μου τα δέντρα είχαν ψηλώσει, σαν περαστικοί που παρακολουθούν ακινητοποιημένοι κάποιον που έπεσε.

Η πορεία της επιστροφής ήταν ντροπιαστική, υποτίθεται ότι δεν θα επέστρεφα. Κι όμως, ήμουν εκεί. Στο δρόμο της επιστροφής.
Τρία ζώα είδα παρατημένα στο δρόμο μου που ήταν νεκρά. Πρώτα ένα αρνί, έπειτα έναν σκύλο και στο τέλος έναν πελεκάνο.

Ήταν σε εκείνο το σημείο που θα έστριβα για να μπω στη παλιά μου γειτονιά. Και το θέαμα που θα αντίκριζα πρώτα ήταν κάτι που δεν περίμενα. Πάνω σε όλα υπήρχε ένα σέπια φίλτρο, όλα έμεναν απαράλλαχτα με εξαίρεση το σπίτι μου που ήταν περικυκλωμένο από μια φούσκα.
Μια φούσκα που μου έδειχνε εικόνα από το μέλλον.

Το σπίτι είχε αλλάξει και νέοι κάτοικοι περπατούσαν τους χώρους του, άνοιγαν τις πόρτες του, έπλεναν τα παράθυρά του και ονειρεύονταν το μέλλον τους στα υπνοδωμάτιά του.

Αποφάσισα να τους διώξω με το νέο μου σώμα, ένα σώμα που κρεμόταν από αόρατες κλωστές που έρχονταν από τον ουρανό.
Για να τους τρομάξω, αποφάσισα να ακολουθήσω μια διακριτική προσέγγιση. Θα άλλαζα ελαφρώς τις θέσεις των αντικειμένων, θα κλείδωνα ξεκλείδωτες πόρτες με τα νέα μου δάχτυλα που μπορούσαν να πάρουν τη μορφή της κοιλότητας που καταλάμβαναν.
Θα έκλεινα τα φώτα σε σκοτεινά δωμάτια και θα τα άναβα σε φωτεινά.

Στην αρχή, οι μικρές μου ενοχλήσεις θα περνούσαν απαρατήρητες. Από μια έμφυτη επιθυμία που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι να αγνοούν τα περίεργα, δυσάρεστα και ανεξήγητα φαινόμενα των ζωών τους.
Κάποιος θα έλεγε ότι και η ίδια η ζωή τους ήταν ένα από αυτά.
Στη πορεία όλο και κάτι θα υποψιάζονταν, το κόκκινο πιπέρι στην αλατιέρα και το αλάτι σε κύκλους στο πάτωμα.

Θα εγκατέλειπαν το σπίτι και στο τέλος θα επέστρεφε στα χέρια μου, τα νέα μου διάφανα χέρια η κατοικία μου.


Είχα αποφασίσει να ξεκινήσω το στοίχειωμα την ίδια βραδιά.