Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ορίζοντες

Ήταν κάποτε κάποιος που ζούσε περιτριγυρισμένος από τους τοίχους του δωματίου του. Έφτασε η στιγμή που ήθελε να προχωρήσει στη ζωή του και σκεφτόταν τί μπορούσε να κάνει για να το πετύχει.

Σκεφτόταν και σκεφτόταν και σκεφτόταν ώσπου του παρουσιάστηκε η ιδέα ότι για να προχωρήσει, θα έπρεπε πρώτα να επεκτείνει τους ορίζοντές του.

Γκρέμισε λοιπόν τους τοίχους και έφτιαξε μακρύτερους και μεγαλύτερους. Και πράγματι, κατάφερε να προχωρήσει λίγο στη ζωή του. Όμως δεν του έφτανε κι επειδή ήθελε κι άλλο γκρέμισε ξανά τους τοίχους και έφτιαξε ακόμα μακρύτερους και μεγαλύτερους πάνω στα ερείπια των παλιών.

Όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωναν και οι προσδοκίες. Και μαζί με αυτές επεκτεινόταν το δωμάτιο. Ώσπου στο τέλος επεκτάθηκε τόσο πολύ που κατέληξε να συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον πλανήτη.

Το είδε και του άρεσε επειδή ήταν καλό. Όμως τον ενοχλούσε που ήταν σκοτεινά. Και έτσι έβαψε τους τοίχους πράσινους για να του θυμίζουν τα δάση και το ταβάνι μπλε για να θυμίζει ουρανό.

Ζούσε πια στο δικό του κόσμο και τίποτα δεν έμοιαζε να τον απειλεί. Όμως κάπου, σε μια άγνωστη γωνία του κόσμου του, εμφανίστηκαν δυο άνθρωποι.
Ένας τυφλός που ήξερε τα πάντα και ένας χαζός με μαχαίρι που το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να μαχαιρώνει.

Για χρόνια ο τυφλός καθοδηγούσε τον χαζό και κάποτε, τυχαία, συναντήθηκαν με τον χτίστη. Αμέσως ο τυφλός διέταξε τον χαζό να μαχαιρώσει τον χτίστη.