Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Η αφιλόξενη ακτή ενός ξεχασμένου νησιού

Άφησα τον ρυθμικό ήχο από τη δουλειά των κωπηλατών να με κοιμίσει. Στον καιρό που ακολούθησε τη παραμονή μου στη θάλασσα, ήταν δύσκολο να ξεχωρίζω τη μέρα από τη νύχτα.
Βυθισμένος στο ημίφως του σταματημένου χρόνου, γύριζα πλευρές κι έβλεπα θαυμαστά όνειρα που τεθλιμμένα θα ξεχνούσα όταν ξανάνοιγα τα μάτια μου.
Με ξύπνησαν οι γλάροι που μάλωναν για τη κυριότητα των ακτών και με ταρακούνησε η βίαιη σύγκρουση της βάρκας που χωρίς εμένα θα ήταν άδεια. Μόνο δυο ζεστά κουπιά ήταν εκεί για να θυμίζουν την αμυδρή παρουσία κι άλλων ζωντανών.

Το γκρίζο της θάλασσας και του ουρανού έδωσε τη θέση του στο καφετί χώμα που σκέπαζε τα πάντα, μέχρι το πράσινο του δάσους που άφηνε έναν δρόμο στη μέση, σαν μια γραμμή σε χτενισμένο κεφάλι.
Συνηθισμένος στο περπάτημα, δεν δυσκολεύτηκα να φτάσω στο πρώτο χωριό. Κάθε σημάδι ζωής είχε σβήσει πριν την τελευταία φλόγα του χωριού αλλά ακόμα μπορούσα να αισθανθώ τις δονήσεις στον αέρα από τους ήχους της περασμένης ζωής.

Στα άκρα των ματιών, νόμιζα ότι έβλεπα την καθημερινή ζωή του χωριού να συνεχίζεται κανονικά, κάνοντάς με να πιστέψω πως εγώ ήμουν ο περίεργος σε εκείνη την κατάσταση, το φάντασμα που αγνοεί την ταυτότητά του.

Μπορούσα να δω κι άλλους σαν εμένα, τυχοδιωκτικά φαντάσματα που έφταναν στο χωριό για να ενημερώσουν τους κατοίκους για τα κατορθώματά τους στο δάσος.
Ένα δάσος στο οποίο κανείς χωρικός δεν τολμούσε να πατήσει, φοβούμενος τους παλιούς μύθους ξύλινων υπηρετών, δοσμένων ζωή από ψυχές που είχαν αποδράσει από τον αιώνιο κύκλο.
Μα χειρότερα ακόμα, φοβόντουσαν τους δημιουργούς των ξύλινων εκείνων υπηρετών, αιώνια όντα που είχαν πιει από την αστείρευτη πηγή μαγείας, ξεχασμένης σε ένα ξέφωτο του μαγικού δάσους, περικυκλωμένης από προστατευτικούς λίθους.

Και κάπου εκεί αναρωτιόμουν αν ήμουν μια σκέτη ψυχή, ή ξύλινος υπηρέτης, ή μην τολμώντας να το σκεφτώ, ένας δημιουργός που κατέφτασε εκεί υπό τον μανδύα της λήθης, στο κυνήγι φρέσκων ψυχών για τις δασώδεις μαριονέτες του.
Η αμνησία αποτέλεσε εκείνη τη φορά πηγή άγχους και όχι αφασίας, με τις φλόγες, όσο δυνατά κι αν έκαιγαν, να μην μπορούσαν να ξεράνουν την αιώνια ομίχλη μου.