Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Είχα

καιρό να περπατήσω στο σκοτάδι. Η άνοιξη και το καλοκαίρι με γέμιζαν με τόσο φως που όταν η γη γυρνούσε τη καμπυλωτή της ράχη στον ήλιο άστραφτα σαν να ήμουν από φώσφορο.
Κοιτούσα μανιωδώς και εντατικά την οθόνη που με το αχνό της φως με τάιζε πληροφορίες, συγκεντρωμένες από το κομμάτι της πλάσης στο οποίο είμαστε δεσμευμένοι λόγω των περιορισμών της τεχνολογίας.

Με την έλευση του φθινοπώρου αυτό άλλαξε. Επιστρέφοντας από μια αποστολή ρουτίνας, κι ενώ το ψηφιακό ρολόι του κινητού έδειχνε τη συνηθισμένη ώρα, τα ερεθίσματα που λάμβανα από το περιβάλλον ξέφευγαν από τα συνήθη.

Ένας ομιχλώδης όφις με περιτριγύριζε καμπυλωτά αφήνοντας ως σαλίγκαρος κομμάτια του στον περιβάλλοντα χώρο. Οι λάμπες αναβόσβηναν δείχνοντας τη διαμαρτυρία τους για το πρόωρο άναμμά τους.

Το γνώριμο συναίσθημα που βολικά είχα ξεχάσει με τη βοήθεια άπλετων φωτονίων που διέγειραν τα αισθητήρια μου όργανα άρχισε να ανακύπτει, σαν μια κακή ανάμνηση μέσα στην οποία είναι παγιδευμένο ένα φάντασμα και επαναλαμβάνεται για όσο το μαρτύριό του δεν διακόπτεται από μια γενναία και ηρωϊκή ψυχή.

Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει και όσο και να επιτάχυνα τον βηματισμό μου για να πάω τον χρόνο πίσω, άφηνα πίσω μου ταχύτερα το νεκρό φως των κολονών.

Μπροστά μου μια στροφή, άκουγα φωνές. Δεν έβλεπα κανέναν όμως, η ικανότητά μου να ανιχνεύω τον περίγυρό μου είχε πληγεί. Σκέφτηκα όμως, πως κι εκείνοι δεν θα μπορούσαν να με δουν. Δεν ήμουν μόνο εγώ τυφλός, ήταν καί οι άλλοι.

Κι έτσι πορεύομαι τυφλά, σκοντάφτοντας και σκουντουφλώντας στα παλιά σημεία καθοδήγησης. Πηγαίνω προς τη καρδιά του χειμώνα χωρίς να κρατάω φανάρι. Δεν βρίσκομαι σε σήραγγα, είμαι σε έναν ατελείωτο ερημότοπο όπου τυφλοί χτυπιούνται σε τυφλούς περιμένοντας όλοι μαζί το φως.