Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Χαμένος χρόνος

Ο προκαθήμενος καθισμένος στο σπήλαιο με κυρτωμένη πλάτη από την οποία κρέμεται ένα κεφάλι που διαπερνάει ο σταλακτίτης ο σχηματισμένος από την αλληλουχία ολόιδιων στιγμών που έσταξαν εκεί μέσα.
Δεν θέλει να κουνηθεί πια γιατί φοβάται να ανακατέψει την προσεκτικά ταξινομημένη σωρεία τους και θα χρειαστεί απεριόριστος χρόνος για να τις ξανακάνει όπως ήταν.

Πιο έξω, καχεκτικοί άνθρωποι σε σπίτια με λεπτούς τοίχους ορκίζονται ότι μόνο όταν ζεις σαν κι αυτούς περνάς τον χρόνο σου με τρόπο που δεν θα σε κάνει να το μετανιώσεις όταν έρθει η ώρα.

Ατελείωτες μέρες απραγίας, ακολουθούμενες από ανήσυχες νύχτες. Ο ήλιος χρωματίζει έναν χλιαρό πίνακα όπου το υποκείμενο γίνεται ένα αδιόρατο αντικείμενο στη χωματερή της ύλης.
Και από την άλλη δημιουργικές μέρες ευπραγίας ως προίκα για τον θάνατο. Ένας θάνατος όμως που είναι προτιμότερος από τον θάνατο του άλλου, του απέναντι από τον δίπλα ο οποίος δεν αφιερώθηκε με τον ίδιο ζήλο στα λογιζόμενα ως δικά μας φληναφήματα.

Το αβέβαιο μέλλον που διαδέχεται ένα απατηλό και σπάταλο παρελθόν, σαν τον άνθρωπο που βγαίνει από το σπίτι του χωρίς να έχει στρώσει το κρεβάτι στο οποίο πέρασε πολλές ώρες.
Αυτή η διανοητική αταξία που σε ακολουθεί ως οσμή νεκρού ζώου που πάτησες ένα βροχερό πρωινό.

Και στο κάλεσμα για βοήθεια να αποκρίνεται σαρκαστικά μόνο η ηχώ στο σπήλαιο, υπενθυμίζοντας την λυτρωτική λύση ενός απελευθερωτικού θανάτου.

Έτσι ώστε ο δακτυλοδεικτούμενος ερημίτης να πάει κι αυτός σε ένα χάρτινο σπίτι, όμως η ψυχή του πια έχει αποκρυσταλλωθεί στη στήλη άλατος και περιμένει να αναγεννηθεί ως στοιχείο μετουσιωμένη πια σε δαίμονα.