Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Δρομολόγιο χωρίς επιστροφή

Ανοίγοντας δειλά τα μάτια μου για να συναντήσω το πρώτο φως της ημέρας που βιαίως ενοχλούσε τις κόρες μου μαζί με το κρύο που σαν αμέτρητα μικροσκοπικά έντομα προσγειωνόταν σε κάθε σπιθαμή ακάλυπτου δέρματος συνάντησα το χώρο που με φιλοξένησε καθώς κοιμόμουν.

Ήταν μια στάση λεωφορείου, από τις καλές. Μια μεταλλική κουκούλα προστάτευε τους μελλοντικούς επιβάτες από τις βροχές, το πόσο συχνές ή έντονες ήταν ήταν κάτι που μου διέφευγε. Δεν ήξερα το κλίμα της βουνίσιας αυτής περιοχής στην οποία είχα βρεθεί. Κρίνοντας από το χρώμα που είχε πάρει ο ήλιος σε συνδυασμό με το κρύο, θεώρησα πως πρέπει να ήταν χειμώνας.

Οι μόνοι ήχοι προέρχονταν από τον άνεμο που σφύριζε καθώς ελισσόταν ανάμεσα στα χόρτα κυνηγώντας τα θορυβώδη πουλιά που κυνηγούσαν τα γεύματα της νέας ακόμα ημέρας.
Μα και στη στάση ήμουν μόνος, δεν φαινόταν να υπάρχει κόσμος.

Η μυρωδιά καύσιμου με ξύπνησε οριστικά από την μισολιπόθυμη κατάστασή μου, σαν το εκτυφλωτικό φως της αστραπής που σε ειδοποιεί να κλείσεις τα αυτιά σου. Μόνο που εγώ ενστικτωδώς έψαξα την τσέπη μου για ψιλά και προς απογοήτευσή μου δεν βρήκα τίποτα. Είχα αρχίσει να αγχώνομαι προσπαθώντας να βρω δικαιολογίες κι επιχειρήματα για να ταξιδέψω δωρεάν.

Όταν λοιπόν το άδειο λεωφορείο σταμάτησε ακριβώς μπροστά από την στάση, αγνοώντας με που είχα σταθεί πριν από αυτή, έτρεξα μέσα για να συναντήσω ένα πραγματικά άδειο λεωφορείο, δεν είχε ούτε οδηγό. Πρέπει να ήταν από εκείνα τα αυτόματα ή στοιχειωμένα. Και οι δυο περιπτώσεις με βόλευαν αφού γλίτωνα την αγορά εισιτηρίου τελικά.

Πηγαίνοντας στη δεξιά πλευρά κοντά στο παράθυρο είδα το εκδοτήριο εισιτηρίων. Είχε μια σχετικά μεγάλη οθόνη με την επιγραφή "ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ".
Δεν ήξερα αν είχα ακόμα μία κι έτσι κάθισα για να συνεχίσω τον ύπνο μου, ελπίζοντας ο προορισμός μου να ήταν πιο επεξηγηματικός ως προς την κατάστασή μου.

Η ασθματική ατμομηχανή έθεσε σε κίνηση το μεταλλικό κατασκεύασμα σπαταλώντας ενέργεια για την μεταφορά ενός λαθρεπιβάτη. Οι κύλινδροι και τα γρανάζια και οι άξονες, όλα τα τμήματα του μηχανισμού συνεργάζονταν αρμονικά για να γυρίσουν τα λάστιχα που μας κατεύθυναν στο μέρος δίχως γυρισμό.

Σε εκείνο το καταπράσινο οροπέδιο, τη θέση των δέντρων αριστερά και δεξιά του δρόμου είχε πάρει ένα δάσος αμέτρητων πυλώνων που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, σαν χορός ακίνητων γιγάντων με ενωμένα χέρια και πόδια ριζωμένα στη γενέτειρά τους.
Η κάποτε στιβαρή τους κορμοστασιά ήταν ο φάρος ενός απαστράπτοντα μέλλοντος αλλά ο χρόνος είχε φέρει την σκουριά, υποβιβάζοντάς τα σε ωραιοποιημένους ανεμοκόφτες.

Το λεωφορείο άφησε το κύκνειο άσθμα του σε ένα Ταυ που σχημάτιζε ο δρόμος. Η παραλίγο διασταύρωση, ένα ακέφαλο ανθρωπάκι με χέρια που εκτείνονται στον ορίζοντα και κορμί που σε κάποιο σημείο του ίσως να φιλοξενεί πόδια, ίσως και όχι.

Στη δεξιά μασχάλη μια ακινητοποιημένη νταλίκα περίμενε την σκουριά να τελειώσει το έργο της καταλαμβάνοντας την ακόμα φρεσκοβαμμένη καμπίνα της.

Εκεί βρήκα την πρώτη άνθρωπο σε εκείνη μου την περιπέτεια. Και με μια προσεκτικότερη ματιά παρατήρησα όλες τις πράσινες σκηνές ολόγυρα. Ήταν άνθρωποι, σαν εμένα, που είχαν καταλήξει εκεί. Άγνωστο αν πούλησαν τις ψυχές τους ή τις έχασαν και ήταν εκεί για να τις βρουν.
Θα γινόμασταν όλοι λίπασμα για το χορτάρι επειδή ξυπνήσαμε σε ένα όνειρο που δεν ήταν δικό μας, επειδή ήμαστε μαθημένοι να συνδέουμε τις στάσεις με τα λεωφορεία, γιατί νομίζαμε ότι κάθε ταξίδι πρέπει να έχει προορισμό.
Αλλά δε σκεφτήκαμε ποτέ, και δεν υποψιάστηκε κανείς το πόσο ακριβό αποδείχτηκε το εισιτήριό μας για την καταστροφή.