Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Πορεία

Ένας χωματόδρομος χώριζε μια έρημο σε ανισομερή κομμάτια. Σαν φίδι που χώνευε εκτεινόταν ευθεία και μακρόστενα, στο σημείο που θα βρισκόταν ο αρουραίος ήταν ένα χωριό.

Τρεις ταξιδιώτες έφτασαν εκεί μαζί. Δεν έρχονταν από τις οάσεις της ερήμου, περπατούσαν αυτόν τον δρόμο από τότε που απέκτησαν ανάμνηση του εαυτού τους.

Ο ένας εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά μιας γυναίκας που ζούσε εκεί και έφερνε νερό από το πηγάδι. Ζήτησε να την πάρει για δική του γυναίκα και μετά από δοκιμασίες που τον έβαλε να περάσει ο πατέρας της, τα κατάφερε. Έκανε μαζί της πολλά παιδιά, εργάστηκε στα χωράφια του πατέρα της που αργότερα έγιναν δικά του και πέθανε έναν ήσυχο θάνατο ανάμεσα στα εγγόνια του.

Ο δεύτερος λιγουρεύτηκε τα φρούτα της αγοράς και παρασυρμένος από την μυρωδιά τους, έφαγε μερικά. Η πλήρωση της πείνας του έφερε νύστα κι έπεσε να κοιμηθεί στον ίσκιο ενός γέρικου δέντρου που τον νανούρισε με το τραγούδι των ριζών του που έπιναν νερό.
Μόλις ξύπνησε όμως, θυμήθηκε ότι είχαν κι έναν τρίτο μαζί τους και συνέχισε στο δρόμο αποχαιρετώντας τον πρώτο.

Ο τρίτος δεν είχε σταματήσει καθόλου, το χωριό δεν κατάφερε να τον δελεάσει. Άγνωστο γιατί, συνέχισε να πορεύεται σταθερά στον άγνωστο, αν τελικά υπήρχε, προορισμό του.

Έτσι και στη ζωή, κάποιοι την αγκαλιάζουν και δεσμεύουν τα απομεινάρια της ψυχής τους σε τούτο τον κόσμο. Άλλοι δοκιμάζουν τις χαρές και τις απολαύσεις που παρέχει η ύλη, κι έτσι γεμίζουν με λάσπες την ψυχή τους.
Αργότερα λοιπόν, όταν καλούνται να συνεχίσουν τη πορεία, το κάνουν επιβαρυμένοι και παρεκκλίνουν της πορείας.

Λίγοι κι ελάχιστοι, δεν κυλάνε στης ζωής τα τερτίπια. Περνάμε από εδώ περαστικοί, σαν ξένοι. Αυτοί μόνο πορεύονται σταθερά προς την ανέλιξη.