Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ανάμνηση φόβου

και θυμού. Τα σερνάμενα πόδια που έφθειραν τα πέλματα αφήνοντας ξωπίσω μια λωρίδα ξεραμένου δέρματος με αίμα. Και τα οστά που συνέχισαν να τρίβονται στο δάπεδο άφηναν σπίθες που φώτιζαν την πορεία μου.

Με χέρια παραδομένα στον άνεμο αλλά δεσμευμένα από τη βαρύτητα, οι αρθρώσεις τρίκλιζαν καθώς ο μηχανισμός του σώματος κατέρρεε.
Με καρδιά που σαν πέτρα έσπασε το διάφραγμα κι έλιωσε το στομάχι, να κολυμπάει μέσα στο αίμα το οποίο έπρεπε να αντλεί, μια σχεδία σε έναν ωκεανό αίματος, να επιπλέει περιμένοντας τον ήλιο που δεν θα ανέτειλε ποτέ.

Σε εκείνο το ηλιοβασίλεμα που προέκυψε από τη διάτρηση του θώρακα, διοχετεύτηκε όλο το αίμα.

Ο θυμός σαν μια ζεστή πέτρα, φρέσκο μάγμα μέσα στο νερό. Οι μπουρμπουλήθρες ταξίδευαν για την επιφάνεια, μεταφέροντας δηλητηριώδη αέρια που θα σκότωναν τους γλάρους.
Αυτός ο διογκούμενος πυρήνας που ασφυκτιούσε σε έναν θώρακα που περισσότερο τον φυλάκιζε, παρά τον προστάτευε.

Η πικρή γεύση του τρόμου στο πίσω μέρος της γλώσσας, σαν ένα φάρμακο που δεν κατάπια ποτέ, απορρίπτοντας τη θεραπεία του αλλά όχι με τόση τόλμη όση θα περίμενα και φανταζόμουν.

Η γνώση της οριστικής κι αναπόφευκτης ήττας περιέργως μου προσέφερε μια νέα κι άγρια ελευθερία, η ανακούφιση του πεπραγμένου. 

Δεν είναι ο ίδιος ο φόβος που φοβάμαι αλλά στο τί θα αναγκαστώ να μεταμορφωθώ για να τον αντιμετωπίσω, να αποκτήσω τα μέσα για να κάνω τον φόβο κτήμα μου κι όχι κτηματία μου.
Είναι το γύρισμα η επιστροφή που όλο και δυσκολεύει κάθε φορά που ξεπερνώ το όριο.
Και κάποτε η αρχική κατάσταση θα παραμείνει κενή και θα έρθει κάτι άλλο να τη συμπληρώσει καθώς εγώ θα λείπω πια.

Γιατί ο άνθρωπος είναι σαν το αέριο, όσο χώρο του δώσεις, τόσο θα αναπτυχθεί. Χώρος που δεν υπάρχει δίπλα σε άλλους ανθρώπους αλλά στην ερημιά των άγονων κοιλάδων που προστατεύονται από οροσειρές που σαν φίδια, τρώνε την ουρά τους.
Εκεί που βασιλεύει ο φόβος και η ανάμνησή του είναι πολυτέλεια.