Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Η μέρα που σταμάτησα να είμαι άνθρωπος

Το πρώτο πράγμα που αντίκριζαν τα ορθάνοιχτα πια μάτια μου ήταν ο κάτασπρος, στη θέα όσων έβλεπε, ουρανός. Εδώ κι εκεί, στον ορίζοντα και παραπέρα πρόσεξα γαλανές σχισμές, παράθυρα ελπίδας σε ένα νωθρό προσωπείο.
Οι σχισμές όλο και μίκραιναν, θα τα σκεπάζει το λευκό σκέφτηκα, αλλά τα ανθρώπινα μάτια μου δεν μπορούσαν να τις δουν το ίδιο καλά καθώς απομακρυνόμουν από τον ουρανό.
Έπεφτα με αυξανόμενη ταχύτητα και τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την πτήση μου προς τα βράχια, τα χώματα και τα φυτά που φάνταζαν ασήμαντα από ψηλά.

Καθώς πλησίαζα το πλανήτη όλο και περισσότερο, ήρθαν να με προϋπαντήσουν ήχοι και μυρωδιές. Η πρωτόγνωρη αίσθηση του κρύου απόσπασε τη προσοχή μου από τους κρωγμούς και την οσμή ξεραμένων φυτών που είχανε καεί.
Αναρωτήθηκα αν άρχισα να κρυώνω επειδή είχε επιστρέψει η ζέστη στο σώμα μου, ένα νέο σώμα που δεν αναγνώριζα πια κι ένα σώμα που σιχαινόμουν.

Με κόπο έστριψα το λαιμό μου για να εντοπίσω τη τοποθεσία της προσεδάφισής μου. Ένας βράχος, σαν κεφάλι δράκου, με μικρές κοφτερές προεξοχές, σαν ανόμοια κέρατα στο κεφάλι του ερπετού.
Ετοιμάστηκα για πόνο σφίγγοντας τις γροθιές μου μόλις προσέκρουσα στα απομεινάρια μιας σκηνής.

Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ήδη κατεστραμμένη ή αν εγώ είχα φέρει τη συντριβή της σφραγίζοντας τη μοίρα πιθανών κατοίκων της.

Ο πόνος με έκανε να τυλιχτώ στη σκηνή ενστικτωδώς, ο καπνός από τα απομεινάρια της διπλανής φωτιάς έφευγε με βιασύνη με τη συμβολή του ανέμου, δίνοντάς την εντύπωση επείγοντος μηνύματος.
Η συνείδηση χάθηκε και την επόμενη φορά που άνοιξα τα μάτια, ήμουν ακόμα τυλιγμένος στη σκηνή με ένα κομμάτι του δεξιού μου χεριού να λείπει.
Δεν ήμουν σίγουρος αν το είχα καθώς έπεφτα και κάποιος αετός είχε αποφασίσει να δοκιμάσει μια μπουκιά.

Η εικόνα, σαν διακόπτης, σαν καταλύτης μεγέθυνε τον πόνο μου και μαζί ήρθαν οι παραισθήσεις.
Οι φορές που άνοιγα κι έκλεινα τα μάτια ήταν περισσότερες κι από τις εμφανίσεις του ήλιου ανάμεσα στα σύννεφα που φαινόταν να ταξιδεύουν σε όλες τις κατευθύνσεις.

Και όσο προσπαθούσα να καλύψω το πρόσωπο με τη σκηνή, τόσο ο άνεμος προσπαθούσε να με ξεσκεπάσει.
Και αν τη πρώτη φορά το σβήσιμο των φώτων με βοήθησε να ξεχάσω τον πόνο, τις επόμενες, ακόμα κι όταν κατάφερνα να νικήσω τον άνεμο στο παιχνίδι της κουβέρτας, το αποτέλεσμα εξασθενούσε.
Με τον ίδιο τρόπο που μια πράξη δεν προκαλεί την αρχική συγκίνηση και τότε το υποκείμενο την επαναλαμβάνει με μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα για να αποκομίσει την αρχική εμπειρία που συνεχώς νοθεύεται από την επαναληψιμότητα.

Και ο θαυμασμός του παρατηρητή προς τις γενναίες πράξεις πηγάζει από την άγνοια του κινήτρου τους. Αν ο γενναίος μπορούσε να πάρει το ίδιο αποτέλεσμα από λιγότερο ριψοκίνδυνες πράξεις θα το έκανε ανενδοίαστα.
Πόσο θα ήθελε ο γενναίος να διαγράφονται οι αναμνήσεις του κάθε μέρα για να βιώνει με την ίδια φρεσκάδα την ίδια αρχή κάθε μέρα.

Οι κρίσεις πανικού και ο στριφογυριστός πόνος πρέπει να σταμάτησαν όταν σκοτείνιασε πια. Η τέφρα ανέδυε ένα αδύναμο φως που σχημάτιζε έναν κύκλο. Γυρνώντας τον λαιμό μου τα πρησμένα μάτια μου έπεσαν σε μια επιγραφή, σε μια από τις λίγες λείες επιφάνειες εκείνου του βράχου.
"29ΝΕ52ΒΑ"
Το αδύναμο φως ακολουθούσε η ακόμα πιο αδύναμη θερμότητα, φαινόταν μάλιστα ότι η φωτιά ή ό,τι απέμεινε από αυτή, είχε αρχίσει να απορροφάει ζέστη για να επιστρέψει στη πρότερη δόξα της.
Τα νύχια του αριστερού μου χεριού ήταν τουρκουάζ, σαν τους παγετώνες ξεχασμένων πλανητών χωρίς τροχιές και χωρίς άστρα.
Το δεξί μου χέρι έλειπε, μόνο βράχο μπορούσα να δω στη θέση του. Ίσως να έφταιγε ότι η αναπτυσσόμενη φλόγα ήταν στα αριστερά μου και δεν έβλεπα καλά.

Κοιμήθηκα ξανά, αυτή τη φορά απαλλαγμένος από φόβο και πόνο και αγωνία. Με τα μάτια κλειστά, αισθανόμουν ένα οικείο κι άγνωστο κάλεσμα που με γέμιζε ανακούφιση κι ας μην ήξερα γιατί.

Ξύπνησα ξανά για να αντικρίσω τον πρωινό ωχρό ουρανό που με είχε καλωσορίσει χθες. Δεν μπορούσα να κουνήσω το σώμα μου καθόλου από το λαιμό και κάτω και η σκηνή είχε χαθεί. Ίσως την παρέσυρε τελικά στα σαγόνια του ο άνεμος, έπειτα από μια ολονύχτια πάλη με το αριστερό μου χέρι.

Ένιωθα και ήμουν κομμάτι του βράχου πια, άλλο ένα καθίζημα μιας πέτρινης κοιλάδας. Η μέρα που σταμάτησα να είμαι άνθρωπος ήταν η μέρα που έγινα ένας.