Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Το εγκαταλελειμένο σπίτι

στη πολυσύχναστη λεωφόρο δημιουργούσε μια έντονη αντίθεση. Η πολυκοσμία του έξω που πίεζε το κενό της κατοικίας που, αν και είχε φίλες αριστερά και δεξιά της, παρέμεινε κενή από όταν οι τελευταίοι της άνθρωποι εξαφανίστηκαν μακριά.

Είναι το ίδιο σπίτι που είδα μια νύχτα στο χωριό, σε έναν μοναχικό παράδρομο. Με υπέρθεση κάθισαν η μια στην άλλη και έγιναν μία σε εκείνη τη διάσταση που είναι η πιο πραγματική.
Τότε που το δέντρο με καλωσόρισε με την απαλή κίνηση των γεμάτων φύλλα κλαδιών του. Κάθε φύλο κι ένα πράσινο κρεβάτι για κάποιο κουρασμένο και τρομαγμένο έντομο.

Είναι το ίδιο σπίτι που βρήκα, διασχίζοντας ένα φαρδύ πεζοδρόμιο με ένα ποδήλατο που δανείστηκα από ένα όνειρο. Εκεί και τότε που δεν ήταν άδειο ακόμα, εκεί και τότε που πήγα εκεί να κουρευτώ και μετά έκανα το λάθος να μαλώσω χωρίς μαλλιά.

Στο μέλλον του, στο παρόν μου, στο τώρα οι τοίχοι του σπιτιού εκείνου κατέρρευσαν και τα έπιπλα φαγώθηκαν από την υγρασία, τη μούχλα, το σκόρο και τους τερμίτες.
Μόνο ένα τραπέζι αγνοούσε τη κυριαρχία της φθοράς που σαν κινούμενη άμμος ρούφηξε ρυθμικά το σπίτι στη ραγισμένη της κλεψύδρα που έχανε στιγμές. Φτιαγμένο από επιδέξιο, ευλύγιστο χέρι που προμηθεύτηκε το ξύλο από ένα αγέραστο δάσος κι ένα μυώδες, κοντό χέρι.

Πάνω στο τραπέζι ένα κομμάτι πάγου από αρχαίο νερό, οι μνήμες του για πάντα αποθηκευμένες εκεί μέσα.
Και μόνο όταν με ένιωσε, άρχισε να λιώνει και μετά να εξατμίζεται, με κάθε εισπνοή και νέες εικόνες από τα πολύ παλιά.

Σε έναν μόνιμα φουρτουνιασμένο ωκεανό με σκούρα νερά, ενός κρύου πλανήτη με καταρρεύσαν άστρο, οι κρύες γλώσσες του ανέμου γλείφουν την επιφάνεια σχηματίζοντας αφρώδη κύματα, σαν ένα μακρύ, ξεδιπλωμένο χέρι που χαϊδεύει το κεφάλι ενός πρόωρα γερασμένου παιδιού.

Τα κύματα σκάνε με ορμή στο τέλος του, τη βραχώδη ακτή με τα παραλληλόγραμμα και άδεια κτίσματα που ακόμη περιμένουν ένα πλοίο. Σκέφτηκα πως τα κτίσματα έγιναν από τα ίδια βράχια που εμπόδιζαν κάθε ζωή να στεριώσει στην αφιλόξενη ακτή των ανέμων, από φολιδωτά, αδάχτυλα χέρια που αργότερα βυθίστηκαν για πάντα.

Σε εκείνο το σπίτι, επέλεξα να κοιμηθώ στο πάτωμα ενός άλλου δωματίου. Στην αρχή σκέφτηκα να ξαπλώσω στο τραπέζι αλλά ήταν βρεγμένο, μετά κάπου γύρω από το τραπέζι αλλά και το πάτωμα είχε γεμίσει νερό που, ανακατεμένο με σκόνη σχημάτιζε ανθρώπους.
Έτσι πέρασα από έναν τρύπιο τοίχο στο διπλανό δωμάτιο και αιωρήθηκα δίπλα στο παράθυρο για να ξυπνήσω στην ακτή, ίσως να το άφησα ανοιχτό και χωρίς άγκυρα να παρασύρθηκα.

Δεν ήξερα πώς να γυρίσω και το καράβι ακόμα λείπει.