Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Ο περιπλανώμενος δαίμονας στη κοιλάδα του ήλιου

Η κορυφογραμμή στον ορίζοντα έκρυβε τον ανατέλλοντα ήλιο από το αβυσσαλέο βλέμμα του καθώς με τα βήματά του σήκωνε σκόνη στο φιδίσιο χωματόδρομο που περνούσε μέσα από καλλιέργειες εξωτικών φυτών.
Ο καθαρός ουρανός δεν του παρείχε καταφύγιο από τη ζέστη που διατάρασσε το ήδη ασταθές περίγραμμά του και μόνο όταν ο ήλιος του χτυπούσε την πλάτη ενθαρρυντικά σαν παλιός φίλος, είδε το στενό πέρασμα ανάμεσα στα βράχια.

Μια τέντα στα δεξιά του με έναν πάγκο τον προϋπάντησαν χαρωπά, καθώς ο ιδιοκτήτης τους διαλαλούσε την πραμάτεια του νομίζοντας ότι τον πλησίαζε κάποιος υποψήφιος πελάτης.
Το χαμόγελο έσβησε σαν όρκος αιώνιας πίστης γραμμένος στην άμμο, όταν κατάλαβε τί τον πλησίαζε. Θα προτιμούσε να ήταν καταιγίδα, παρά αυτός.

Ο πωλητής φτυαριών χαιρέτισε το δαίμονα, λίγο από υποχρέωση και λίγο από φόβο. Σήκωσε το δεξί του χέρι για να του δείξει αυτό που κάποτε ήταν η κοιλάδα, μια σειρά από λακκούβες.
Η κάποτε καταπράσινη γη μετατράπηκε σε οικόπεδο κομμένο από τη σελήνη με τους κρατήρες της και κολλημένο βίαια και απρόσκλητα στη γη.
Μόνο που η μόνη φυσική καταστροφή ήταν η επιθυμία υποταγής στο ένστικτο, μια μακάβρια θανατολατρεία κι ένα πικρό μίσος στην αιώνια αφθαρσία του απέραντου που διαπερνούσε τους εξωσυμπαντικούς επιτηρητές τους.

Στην αρχή ήταν απομονωμένες αλλά στη πορεία ήρθαν κι άλλοι που ήθελαν να πέσουν μέσα ή άνθρωποι σε διαφορετικές μάθαιναν από τις νέες αφίξεις ότι κάπου δίπλα βρισκόταν κάποιος γνωστός από παλιά κι έτσι έσκαβαν σήραγγες για να συνδέουν τα καταγώγια τους.
Αυτός ο ιστός συναγωνιζόταν σε περιπλοκότητα και ματαιότητα αυτόν των αραχνών που δεν τρέφονταν για να ζήσουν και που εκδιώχθηκαν από την κάποτε αειπράσινη κοιλάδα τους για να κάνουν χώρο για τις νέες αφίξεις ή και εισβολείς ιδωμένους από τα πολλαπλά ζεύγη ματιών τους.

Το τίμημα για το αμάρτημα της ματαιοδοξίας, της συνεχιζόμενης εξύφανσης ως τρόπου διατήρησης της παράδοσης ήταν και η τελική πράξη της ύβρεως που θα τις καθαιρούσε.

Άνθρωποι από όλες τις μεριές της γης είχαν έρθει εκεί, μην αντέχοντας την ανυπόφορη ελευθερία που τους παρείχε το σοφό συμβούλιο των δαιμόνων, θέλοντας να ζήσουν κι αυτοί σαν τους προγόνους τους.

Κι έτσι έσκαψαν τους λάκκους τους και πήδηξαν μέσα έτσι ώστε το πεδίο της ορατότητάς τους να μην είναι η απέραντη κοιλάδα αλλά οι τέσσερις τοίχοι. Αρκετοί από αυτούς μετάνιωσαν την επιλογή τους και θέλησαν να ανέβουν ξανά πίσω στην ελευθερία που απέρριψαν.
Και τότε ένας άλλος έμπορος, αυτός που πουλούσε σκάλες, εμφανίστηκε για να καλύψει τη νέα τους ανάγκη εκεί.

Βλέποντάς τους ο δαίμονας ένιωσε ανακούφιση γιατί μερικά από τα πρόσωπα του ήταν γνώριμα από τη παλιά του ζωή ως άνθρωπος, πριν αναληφθεί. Ή ίσως η ηρεμία δεν προερχόταν από την οικειότητα των κάποτε προσφιλών του προσώπων αλλά από το γεγονός του κατορθώματος να αλλάξει και να μην καταλήξει σαν τους παλιούς του φίλους.