Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Σωτηρία

Ήταν κάποτε ένας απελπισμένος που μην μπορώντας να βρει απαντήσεις πουθενά, περιπλανήθηκε για αμέτρητα χρόνια, μέχρι που βρήκε ένα δάσος.
Στο δάσος εκείνο, κάπου είχε ένα ξέφωτο κι εκεί αποφάσισε ο απελπισμένος να καθίσει, περιμένοντας τη φώτιση.
Αυτό που βρήκε όμως δεν ήταν φως κι ούτε σκοτάδι, αυτός ο απλοϊκός τρόπος θέασης του κόσμου δεν θα ταίριαζε σε κάποιον σκεπτόμενο άνθρωπο.

Εκείνο το ξέφωτο ήταν μια πηγή αστείρευτης ενέργειας κι επομένως καί δύναμης που παρέμενε ανεκμετάλλευτη επειδή ήταν ξεχασμένη από τον σύγχρονο άνθρωπο που μυωπικά συγκεντρώνεται στα εφήμερα.

Χαρούμενος που στην ατυχία του βρήκε την τύχη του, έμεινε εκεί για πολύ καιρό. Και όσο έμενε εκεί, τρεφόταν από την ενέργεια του τόπου και δυνάμωνε σωματικά και νοητικά.
Δεν ήταν βέβαια τόσο μοναδικός όσο θα ήθελε να πιστεύει και για αυτό και άλλοι απελπισμένοι, με τα χρόνια βρήκαν εκείνο το μέρος.

Ήταν σαν η πηγή δύναμης να προσέλκυε τους απελπισμένος όπως η πηγή νερού φέρνει διψασμένα θηρία που το μυρίζουν από χιλιόμετρα μακριά.

Η έκπληξή τους ήταν μεγάλη όταν συναντούσαν κάποιον στη στιγμή της μεγαλύτερης απόγνωσής τους. Όμως ο αρχικά απελπισμένος της ιστορίας μας, είχε καλομάθει και άρχισε να θεωρεί το μέρος δικό του.
Όντας βέβαια πολέμιος της βίας και της κτητικότητας, αντί να τους διώχνει, κάτι που θα τους έκανε να θέλουν να ξανάρθουν με μεγαλύτερη επιθυμία, τους βοηθούσε να διώξουν την απελπισία τους και τότε με μαγικό τρόπο δεν ήθελαν πια να βρίσκονται εκεί.

Κι έτσι έφευγαν ευγνώμονες από το μαγικό εκείνο μέρος και ο απελπισμένος ήταν ελεύθερος ξανά, να πιει από τη πηγή της αιώνιας δύναμης.
Σίγουρα κάποιοι θα υποψιάστηκαν την υπερβολική καλοσύνη του, όμως η μαγική έλξη που ένιωθαν για εκείνο το μέρος χανόταν, και μαζί της χανόταν και η ικανότητά τους να θυμούνται αυτό και ό,τι σχετιζόταν με αυτό αλλά ακόμα και να το βλέπουν μπροστά τους.

Γιατί στο τέλος, το μόνο που έμενε στα μάτια τους, ήταν ένα άδειο ξέφωτο σε ένα απόμακρο δάσος.