Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ο ενδιάμεσος ως το όριο της μετάβασης από το θέλω στο κάνω

Κάθομαι στο δωμάτιο και για να ζεστάνω τις παλάμες μου τις τυλίγω γύρω από το φλιτζάνι του καφέ όμως δεν μπορώ να τις κρατήσω πάνω του γιατί είναι πολύ ζεστός και καίγομαι.

Έτσι η πολύτιμη θερμότητα του υγρού περνάει μέσα από την κεραμική επίστρωση του δοχείου που το περιέχει και διαχέεται στο κρύο δωμάτιο με το σκονισμένο πάτωμα.

Τα υφάσματα που τυλίγουν τη σάρκα που τυλίγει τα οστά που βρέχονται από το αίμα σαν διόδια που φορολογούν τη παραγόμενη θερμότητα καθώς αυτή διαφεύγει του σώματος, απομακρύνεται από αυτό για να γίνει κρύο.

Με ποια διαδικασία γίνονται οι πράξεις; Σκέφτομαι κάτι, πώς το κάνω; Τί μεσολαβεί ανάμεσα στην σκέψη και την ενέργεια, τη πράξη;
Η επιλογή, χωρίς αυτήν οι σκέψεις παραμένουν άσπιλες στο ιδεατό μου, ωραίες για πάντα όπως τη στιγμή της συλλήψεως, άφθαρτες αιώνια να με περιμένουν να τις ξανανακαλύψω όταν ξεπεράσω το ανθρώπινο.

Πολλές φορές η μη πράξη είναι δυνατότερη από τη πράξη. Μπορεί να μην παρουσιάζεται κανένα παραγόμενο έργο όμως το μη έργο είναι ωφελιμότερο από το έργο σε περιπτώσεις.
Η δύναμη της επιλογής, η σημασία της, η συχνή της χρήση. Εμείς είμαστε η επιλογή, οι διαχειριστές της, αυτού του τεραστίου εξελικτικού βήματος και μεγαλύτερου επιτεύγματος του μηχανισμού που γνωρίζουμε ως και αποκαλούμε νου.

Μέσα από αυτήν αλλάζουμε συνεχώς το είναι που με τη σειρά του ορίζει τις βασικές αρχές δράσης του σώματος που καλούμαστε να διαχειριστούμε και να ελέγξουμε για περιορισμένο χρόνο.

Χωρίς αυτήν είμαστε έρμαια της τυχαιότητας που διακατέχει την ύπαρξη και που διατρέχει τον κόσμο. Σαφώς, σαφέστατα, είναι σαφές και σαφέστατο πως δεν μπορούμε να εξαλείψουμε πλήρως, θα ήταν αδύνατο στ' αλήθεια, τους απρόβλεπτους παράγοντες. Απρόβλεπτους ακόμα και από θεϊκή υπολογιστική δύναμη.

Μπορούμε να στενέψουμε τις περιπλοκές και επιπλοκές επιλέγοντας τη μή δράση, τη μή ενέργεια, την απραγία που μας γλιτώνει από δευτερογενείς και τριτογενείς συμπεριφορικές τάσεις. Απεργώντας για το δικαίωμα της μη κατοχής δικαιωμάτων απελευθερωνόμαστε από τις αλυσίδες του γενετικού κώδικα.

τΑ όρια λοιπόν όχι ως σύνορο ανάμεσα σε σύνολα αλλά ως πύλη μετάβασης από λιγότερο σε περισσότερο ελΕυθεριακές καταστάσεις παρουσίας συνειδητότητας αυτού του υπαρξιακού κόσμου.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Η δύναμη

που αποκτιέται από το σώμα δεν προέρχεται από τον εκγύμναση που πραγματοποιεί ο κάτοχος, είναι αποτέλεσμα των κακουχιών μέσα από τις οποίες επιβιώνει κανείς.
Επομένως είναι άστοχος, άσκοπος και απευκταίος ο φθόνος των αδύναμων που κατευθύνεται προς τους έχοντες δυνατά σώματα.

Είναι στα αλήθεια η σωματική δύναμη η αντίδραση του σώματος που καλείται να ανταπεξέλθει, να υπερκεράσει τα εμπόδια που ορθώνονται άλλοτε από υπαιτιότητα του κόσμου και άλλοτε του κατόχου του.

Μια σημαντική, βασική διαφορά του νου είναι αυτή. Ο νους, αφημένος σε μια κατάσταση ηρεμίας αναδιοργανώνει τις δομές που τον αποτελούν για βέλτιστη λειτουργία. Επιβαρυνόμενος την υποχρέωση να διαχειρίζεται το σώμα ατροφεί, επιστρέφει σε απλούστερες δομές. Γίνεται πολύ απλά χαζός.

Το σώμα όμως, το σώμα, αυτό το όχημα το προσωρινό του νου συμπεριφέρεται με τον αντίθετο τρόπο. Αφημένο σε ήρεμη κατάσταση χαλάρωσης γίνεται αδύναμο. Η βαθιά πρωτόγονη λειτουργία της εξοικονόμησης ενέργειας ακόμα δεν έχει αποδεσμευθεί από τον γενετικό κώδικα.

Την επόμενη φορά που θα δω κάποιον δυνατό λοιπόν, η αντίδραση δεν πρέπει να είναι μια προσπάθεια μίμησης της σωματικής δύναμης. Όχι θα πρέπει να χρησιμεύει σαν ανάμνηση του εαυτού μου, του πώς ήταν όταν έπρεπε να ξεπεράσω δυσκολίες.

Του νου η δύναμη φυσικά και δεν φαίνεται με το μάτι. Δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από έναν άλλο νου. Δεν υπάρχει σύνδεση νοητική, έτσι ώστε να αποτελούμε μια πλανητική συνείδηση -όχι όμως κοινός νους. Όλοι θα συμμετείχαν ανεξάρτητα, ισόποσα. Δεν θα υπήρχε σβήσιμο των αδύναμων απόψεων, μονάχα συνδυασμός τους για την ανάδειξη νέων. Όχι πρωτάκουστων, νέων για τις τωρινές μας ενσαρκωμένες υπάρξεις.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ένα υγιές κι δυνατό σώμα είναι πολύτιμο εργαλείο στον έλεγχο ενός νου που το βάζει να ενωθεί με τις ιδέες του, να περάσει σε ένα διαφορετικό στάδιο ύπαρξης και λειτουργίας.
Υπάρχει σε αυτή τη περίπτωση ο κίνδυνος της προσκολλημένης λατρείας σε μια διαφορετικά οργανωμένη αστερόσκονη. Κι αυτό αποφεύγεται, μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί με ασταμάτητη επαγρύπνηση, να κρατιέται η λογική ζωντανή και στις σκοτεινότερες στιγμές έστω κι αν το αποκούμπι είναι ο δύσθυμος, ο δίχως έλεος παμπόνηρος δαίμονας.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Είχα

καιρό να περπατήσω στο σκοτάδι. Η άνοιξη και το καλοκαίρι με γέμιζαν με τόσο φως που όταν η γη γυρνούσε τη καμπυλωτή της ράχη στον ήλιο άστραφτα σαν να ήμουν από φώσφορο.
Κοιτούσα μανιωδώς και εντατικά την οθόνη που με το αχνό της φως με τάιζε πληροφορίες, συγκεντρωμένες από το κομμάτι της πλάσης στο οποίο είμαστε δεσμευμένοι λόγω των περιορισμών της τεχνολογίας.

Με την έλευση του φθινοπώρου αυτό άλλαξε. Επιστρέφοντας από μια αποστολή ρουτίνας, κι ενώ το ψηφιακό ρολόι του κινητού έδειχνε τη συνηθισμένη ώρα, τα ερεθίσματα που λάμβανα από το περιβάλλον ξέφευγαν από τα συνήθη.

Ένας ομιχλώδης όφις με περιτριγύριζε καμπυλωτά αφήνοντας ως σαλίγκαρος κομμάτια του στον περιβάλλοντα χώρο. Οι λάμπες αναβόσβηναν δείχνοντας τη διαμαρτυρία τους για το πρόωρο άναμμά τους.

Το γνώριμο συναίσθημα που βολικά είχα ξεχάσει με τη βοήθεια άπλετων φωτονίων που διέγειραν τα αισθητήρια μου όργανα άρχισε να ανακύπτει, σαν μια κακή ανάμνηση μέσα στην οποία είναι παγιδευμένο ένα φάντασμα και επαναλαμβάνεται για όσο το μαρτύριό του δεν διακόπτεται από μια γενναία και ηρωϊκή ψυχή.

Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει και όσο και να επιτάχυνα τον βηματισμό μου για να πάω τον χρόνο πίσω, άφηνα πίσω μου ταχύτερα το νεκρό φως των κολονών.

Μπροστά μου μια στροφή, άκουγα φωνές. Δεν έβλεπα κανέναν όμως, η ικανότητά μου να ανιχνεύω τον περίγυρό μου είχε πληγεί. Σκέφτηκα όμως, πως κι εκείνοι δεν θα μπορούσαν να με δουν. Δεν ήμουν μόνο εγώ τυφλός, ήταν καί οι άλλοι.

Κι έτσι πορεύομαι τυφλά, σκοντάφτοντας και σκουντουφλώντας στα παλιά σημεία καθοδήγησης. Πηγαίνω προς τη καρδιά του χειμώνα χωρίς να κρατάω φανάρι. Δεν βρίσκομαι σε σήραγγα, είμαι σε έναν ατελείωτο ερημότοπο όπου τυφλοί χτυπιούνται σε τυφλούς περιμένοντας όλοι μαζί το φως. 

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ο νους και το σώμα

μια ολότητα αλλά σαν ένα εκκρεμές πότε είναι στο ένα άκρο και πότε στο άλλο.

Σαν δυο ξένοι σε ένα άδειο χωριό, προσπαθούν να βρουν ο ένας τον άλλον όμως το μόνο που βλέπουν είναι τα χνάρια του άλλου, καταδικασμένοι σε μια αέναη περιπλάνηση, σε μια αναζήτηση χωρίς αίσιο τέλος.

Σαν τη θάλασσα με τη στεριά, που όσο ζεσταίνεται η μία ή άλλη αγωνίζεται να την προλάβει και μόλις φτάσει ίση θερμοκρασία η άλλη έχει αρχίσει ξανά να αλλάζει.

Έτσι και το σώμα, προκειμένου να προσαρμοστεί στις ιδέες του νου περνάει ένα διάστημα. Στο ίδιο διάστημα οι ιδέες του νου μπορεί να αλλάξουν και έτσι ο τελικός στόχος του σώματος να αλλάζει.
Αυτό όμως, ανίκανο να το αντιληφθεί, συνεχίζει τη πορεία προς το προηγούμενο ιδεατό. Και όταν το φτάσει και καταλάβει πως είναι ξεπερασμένο, ξεκινάει μια νέα πορεία για το νέο ιδεατό.

Και ο νους που θέλει να προσαρμόσει τον τρόπο σκέψης του στις δυνατότητες του σώματος, καταλήγει μετά από ένα διάστημα σε μια ιδεολογία. Αυτή η ιδεολογία δεν έχει πια χρησιμότητα όταν το σώμα έχει αλλάξει προσπαθώντας να φτάσει τη προηγούμενη ιδεολογία του νου.

Η αιτία αυτής της καθυστέρησης, αυτής της δυσαρμονίας είναι οι γάντζοι που χώνονται μεταφορικά στο κορμί. Επειδή γίνεται από μικρή ηλικία και οι πληγές επουλώνουν, στον ενήλικο εαυτό η παρουσία τους φαντάζει φυσική και ούτε που σκέφτεται να τους ξεφορτωθεί.
Αυτό το μικρό τραύμα προκαλεί μια μικρή αιμορραγία που διαταράσσει τον συγχρονισμό του νου με το σώμα. 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Πορεία

Ένας χωματόδρομος χώριζε μια έρημο σε ανισομερή κομμάτια. Σαν φίδι που χώνευε εκτεινόταν ευθεία και μακρόστενα, στο σημείο που θα βρισκόταν ο αρουραίος ήταν ένα χωριό.

Τρεις ταξιδιώτες έφτασαν εκεί μαζί. Δεν έρχονταν από τις οάσεις της ερήμου, περπατούσαν αυτόν τον δρόμο από τότε που απέκτησαν ανάμνηση του εαυτού τους.

Ο ένας εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά μιας γυναίκας που ζούσε εκεί και έφερνε νερό από το πηγάδι. Ζήτησε να την πάρει για δική του γυναίκα και μετά από δοκιμασίες που τον έβαλε να περάσει ο πατέρας της, τα κατάφερε. Έκανε μαζί της πολλά παιδιά, εργάστηκε στα χωράφια του πατέρα της που αργότερα έγιναν δικά του και πέθανε έναν ήσυχο θάνατο ανάμεσα στα εγγόνια του.

Ο δεύτερος λιγουρεύτηκε τα φρούτα της αγοράς και παρασυρμένος από την μυρωδιά τους, έφαγε μερικά. Η πλήρωση της πείνας του έφερε νύστα κι έπεσε να κοιμηθεί στον ίσκιο ενός γέρικου δέντρου που τον νανούρισε με το τραγούδι των ριζών του που έπιναν νερό.
Μόλις ξύπνησε όμως, θυμήθηκε ότι είχαν κι έναν τρίτο μαζί τους και συνέχισε στο δρόμο αποχαιρετώντας τον πρώτο.

Ο τρίτος δεν είχε σταματήσει καθόλου, το χωριό δεν κατάφερε να τον δελεάσει. Άγνωστο γιατί, συνέχισε να πορεύεται σταθερά στον άγνωστο, αν τελικά υπήρχε, προορισμό του.

Έτσι και στη ζωή, κάποιοι την αγκαλιάζουν και δεσμεύουν τα απομεινάρια της ψυχής τους σε τούτο τον κόσμο. Άλλοι δοκιμάζουν τις χαρές και τις απολαύσεις που παρέχει η ύλη, κι έτσι γεμίζουν με λάσπες την ψυχή τους.
Αργότερα λοιπόν, όταν καλούνται να συνεχίσουν τη πορεία, το κάνουν επιβαρυμένοι και παρεκκλίνουν της πορείας.

Λίγοι κι ελάχιστοι, δεν κυλάνε στης ζωής τα τερτίπια. Περνάμε από εδώ περαστικοί, σαν ξένοι. Αυτοί μόνο πορεύονται σταθερά προς την ανέλιξη.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

<τίτλος>

ελαφρύς πονοκέφαλος προάγγελος πρόωρου ύπνου
ανηφορίζοντας αγκομαχώ, ασυντήρητος, πεπαλαιωμένος και ημικατεστραμμένος ντιζελοκινητήρας

μαζί με το αποσμητικό νιώθω να εξατμίζεται η ψυχή
κι αδειάζει πιο πολύ το σώμα
από κάθετι ουσιώδες, πολύτιμο
ένας αμφορέας από τα παλιά

στο δάσος εκείνο που με άφησα
στο ποταμό στη βάση του γκρεμού
στο τραγούδι εκείνου του δάσους
ονειρεύομαι τον εφιάλτη μου

η ζεστή μου φωτιά
με τις σαύρες και τα ψάρια
το βραδινό κρύωσε
πού είναι τα φτερά μου
θέλω να ξυπνήσω

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Άνεμος

Σαν αερόσακος τυλίγει και προστατεύει τον πλανήτη, αν και δεν είναι φωτιά καίει τις πέτρες που έλκει σαν να ήταν έντομα δελεασμένα από τη λάμψη του.
Μεταφέρει κρύο και ζέστη, σπόρους φυτών και οσμές. Μυρωδιές της ζωής που ενίοτε φέρνουν αλλεργία και μυρωδιές του θανάτου που ενίοτε φέρνουν εμετό.

Ευμετάβλητος, διάφανος και άοσμος είναι φορέας όλων των σπουδαίων πράξεων που έγιναν και αντηχούν αλλεπάλληλα μέσα στους αιώνες περιμένοντας για ανθρώπους με κατάλληλους δέκτες να τις πιάσουν και να διαπλάσουν την ύλη τους σύμφωνα με το ιδεατό τους.

Πάντοτε παρόντας στην εμφάνιση της ζωής. Άλλοτε πιο πλούσιος σε οξυγόνο και άλλοτε πιο φτωχός. Ταξιδεύει σε ερυθρά καμιόνια προς πάμπολλες μικροσκοπικές σόμπες για να απελευθερώσει τη δύναμή τους.

Κάποτε και μερικές φορές φέρνει ψιθύρους σε ευαίσθητα αυτιά, χαϊδεύει τη φαντασία με φανταστικές ιστορίες.
Είναι οι παγωμένες παλάμες που τραβάνε εκτεθειμένα αυτιά και είναι οι δυνατές σπρωξιές στη πλάτη του κουρασμένου αναβάτη.

Την εύνοια των ασκών που αναζητούσαν οι θαλασσοπόροι, σήμερα ψάχνουν ακέφαλοι γίγαντες με περιστρεφόμενα άκρα που στέκουν αγνοί κι επιβλητικοί στις κορυφογραμμές.

Σαν μια θάλασσα κι αυτός, αφήνει τα άμορφα σκάφη να τον διασχίσουν για να τραγουδήσουν τον σπαρακτικό τους σκοπό σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου.

Πόσο θα ήθελα να τον κατακτήσω, να χτίσω το μέλλον μου στους αιθέρες. Στον αιθεροβάμονα όμως το μόνο που αρμόζει, η μοίρα το προστάζει(η δικιά του και μόνον) ένα μνήμα σε ύψωμα ανάλογο της αλαφρομυαλιάς του. Βράχος τραχύς κι αδούλευτος από της γης τα βάθη, να λούζεται στη δόξα του ολόρθου στεφανιού. Στο ταπεινό πάλλευκο φως του περιφερόμενου καθρέπτη.

Και μερικές φορές τα πρωινά, μακριά από κύματα να σφυρίζει στον αέρα πεπραγμένα μιας παλιάς ζωής, σαν πομπός νεκρωτικών ραδιοκυμάτων δίχως δέκτες να τον πιάσουν.

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Φιλοξενία

Μόνος ή με παρέα, κοντά στο σπίτι ή μακριά, ο καθένας έτυχε να φιλοξενηθεί ή να φιλοξενήσει.
Δείγμα καλής θέλησης και απόδειξη πολιτισμού η παροχή στέγης σε ταξιδιώτες. Και όταν ο επισκέπτης είναι γνώριμος, τότε η υποδοχή είναι θερμότερη και συνάμα απουσιάζει ο δισταγμός της γνωστοποίησης των προθέσεών μας.

Το διακριτικό ερώτημα "πόσο θα μείνεις;" και η διπλωματική απάντηση "δεν ξέρω ακόμα", παιχνιδίσματα στα πλαίσια μιας αβροφροσύνης με ρίζες στο φόβο της ανταποδοτικής αγένειας.

Η βραχύβια φιλοξενία μετουσιώνεται σε δυσαρέσκεια, υφέρπουσα ασταμάτητα στις διασταυρώσεις των νευρώνων.
Και όταν ο φιλοξενούμενος δεν αναγνωρίζει τη δυσθυμία του ευεργέτη του είναι καλά, γιατί ο ανήξερος δεν υποφέρει από τίποτα.
Όταν όμως την αισθάνεται, η αθέλητη αναίδεια που επέδειξε τον βαραίνει.
Κάτι που ίσως τον οδηγεί στην υιοθέτηση ενός εσώκλειστου βίου που του επιτρέπει να συνυπάρχει με άλλους δίχως να ενοχλεί και να ενοχλείται από δαύτους.

Οι εποχές βέβαια αλλάζουν κι ας επαναλαμβάνονται. Άνθρωποι και ανάγκες πληθαίνουν δίπλα δίπλα, σαν τις μεταβλητές μιας συνάρτησης. Και τότε ο φιλοξενούμενος μπορεί να είναι ξένος και να αναζητά στέγη σε ιδρύματα που δέχονται ξένους, ξενοδοχεία.

Το χρήμα εξαγοράζει τη φιλοξενία, ο επαγγελματισμός διαδέχεται την οικειότητα. Στη πράξη, λίγα αλλάζουν.
Το χαμόγελο της υποδοχής κρύβει επιδέξια τη προσμονή της φυγής, του ξεφορτώματος.
Τη χειραψία διαδέχεται η επισημότητα της υπογραφής, κι όμως μόνο στη θέα του χρήματος μπορεί να βεβαιωθεί ο υποδοχέας για την εγκυρότητά της.

Και φυσικά το τελετουργικό της προσαρμογής σε έναν νέο χώρο, γνωστό ή άγνωστο δεν έχει σημασία.
Το πέσιμο στο κρεβάτι για να φύγουν οι σκόνες των προηγούμενων χρηστών του, το ποδοβολητό στις γωνίες για την εκδίωξη άγνωστων πνευμάτων και την εγκατάσταση φίλιων πνευματικών κιόνων.
Ακόμα και το άνοιγμα του παραθύρου που σου δίνει μια ιδέα φυγής, μιας απόδρασης αν παρουσιαστεί κάτι αναπάντεχο.

Είναι μόνο τότε που ετοιμάζεσαι να φύγεις που προσαρμόζεσαι στο νέο σου χώρο για να επιστρέψεις στη μόνιμή σου βάση.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Εφιάλτης

Τον τελευταίο καιρό οι ύπνοι μου είναι κενοί και νηφάλιοι. Οι νυχτερίδες που ψάχνουν μεζέδες, ο άνεμος που φυσάει στη γύρη, οι πειραγμένες εξατμίσεις γλεντζέδων.
Τίποτα δεν με φτάνει όσο κοιμάμαι, βαθιά, τόσο βαθιά σαν πυρήνας άστρου που κατέρρευσε από τη μάζα του.

Αυτή η ιδιότυπη μαύρη τρύπα δεν έλκει τίποτα, αντιθέτως σχηματίζει ένα κάλυμμα από κάθε εξωτερική επιρροή.
Το σώμα παίζει το ρόλο κανάτας που περιμένει το ξύπνημα της βροχής για να γεμίσει ξανά με το νερό που εξατμίζει ο ύπνος.

Τον καμβά της πρόσκαιρης απολυτότητας του τίποτα που προοιωνεί την οριστική λέρωνε συνήθως προσωρινά-πριν καταπιεί τον λεκέ ο χρόνος- με το μακάβριο πινέλο του ο εφιάλτης.

Εμπνευσμένος από τη καθημερινότητα και ανίκανος να την δει όπως είναι με τα παραμορφωμένα του μάτια, ετοίμαζε νυχτερινές περιπέτειες που μπορούσα να βιώσω χωρίς τη παρεμβολή των αισθητήριων οργάνων του σώματος και αυτό τις έκανε πιο καθαρές.

Ώσπου μου τελείωσαν τα εισιτήρια, ώσπου μου απαγορεύτηκε η πρόσβαση σε αυτόν τον κινηματογράφο.
Να απέκτησα τόσο ισχυρή βούληση υπερκεράζοντας τις ψυχοφθόρες υπαπαντές του ξύπνιου μου;
Δεν έχω διάθεση να υποτιμήσω τις τεράστιες δυνατότητές μου αλλά δεν μου ταιριάζει αυτή η απάντηση.

Είναι κάτι απλούστερο στη πραγματικότητα. Βλέπω τόσο πολλούς εφιάλτες και τόσο συχνά που έφτασα στο σημείο να μην τους προσέχω, να μην με ταράζουν όσο πριν.
Κι έτσι η συνεχής έκθεση έφερε την ανοσία και δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις καλλιγραφίες τις γενόμενες με τρεμάμενο χέρι από τον προϋπάρχοντα, τον στεφανωμένο με τα οστά της νύχτας άρχοντα χρόνο.

Και σκέφτομαι, μήπως το σκοτάδι, μήπως το κενό που βλέπω μπροστά μου δεν είναι κενό; Μήπως είναι όλα αυτά που έβλεπα συνεχώς, που έβλεπα για τόσο καιρό που έφτασα να τα θεωρώ άμορφα δεμένα κομμάτια αυτού που με περιβάλλει όσο κοιμάμαι.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Επιστροφή

Το χώμα που διέρρεε από τη κυλιόμενη κλεψύδρα σχημάτιζε γραμμές στον κατήφορο, χωρίζοντάς τον σε λωρίδες.
Ένα στέρεο όριο ανάμεσα σε αυτούς που έρχονταν και αυτούς που φεύγουν.

Τον ίδιο κατήφορο που διέσχιζα με ελαφρύ τρέξιμο, δεν θυμάμαι ποιος δρόμος με είχε φέρει εκεί.
Η εξάντληση που άρχισε να κυριεύει το κοιμισμένο σώμα μου, υποδέχτηκε με χαρά τον ίσιο δρόμο που ακολουθούσε.
Και μετά ανηφόρα.

Στον ορίζοντα ο ήλιος που ανέτειλε χάραξε την εικόνα του στα κλειστά μου βλέφαρα και σαν τυφλό ζόμπι τον ακολουθούσα.
Ο δρόμος που άρχισε να ανηφορίζει, ήταν στρωμένος με τραχιές πέτρες που έκοβαν τις πατούσες μου.

Πώς είχα βρεθεί εκεί, ακόμα να το θυμηθώ. Ευτυχώς που ήξερα τον δρόμο της επιστροφής, τον είχα διασχίσει άλλωστε πολλές φορές.

Ένιωσα τη σκιά μου να συγκρούεται με κάτι που προεξείχε του λιθόστρωτου μονοπατιού, κάποιος, κάτι με ακολουθούσε.
Υπήρχε μια μικρή καθυστέρηση, μερικά δέκατα του δευτερολέπτου, το πόδι του χτυπούσε το έδαφος λίγο μετά το δικό μου.

Η ενσαρκωμένη αυτή ηχώ είχε άγνωστες προθέσεις. Επιτάχυνα τον βηματισμό μου, πλέον οι δρασκελισμοί μου θύμιζαν αθλητή.
Η απόσταση, κρίνοντας από τον ήχο των βημάτων παρέμενε σταθερή. Μετά από λίγο άρχισε να σφυρίζει έναν γνωστό σκοπό, έναν σκοπό που σφύριζα στη μέση του δρόμου για να διώξω το σκοτάδι κάποτε.

Η διεμπλοκή που μας ένωνε ήταν τόσο ισχυρή που δεν με άφηνε να ξεκολλήσω όσο κι αν προσπαθούσα.
Όταν επιτέλους έφτασα στο σπίτι λαχανιασμένος, έπιασα με δύναμη τη πόρτα και την έσπρωξα. Ιδρώτας έλουζε το τεντωμένο μου χέρι.
Γύρισα να δω ανοίγοντας με κόπο τα μάτια, το λευκό ταβάνι ήταν η θέα που συνάντησα.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Φλόγα

Κάποια στιγμή που χάνεται στα βάθη του χρόνου, άναψε απροειδοποίητα.
Με κατακαίει ακατάπαυστα από τότε που με θυμάμαι, που είχα συνείδηση εαυτού.
Η θερμότητα που εκλύει κάνει τον κόσμο να φαντάζει ψυχρός και όσο ξεστρατίζω τόσο πιο έντονα καίει για να με επαναφέρει στο αληθινό δρόμο.

Όσο περνάει ο καιρός, καίει όλα τα περιττά και αφήνει μόνο το αληθινό.
Και αυτό όμως όχι άθικτο, είναι επόμενο στη σειρά.
Έτσι που καθώς φλέγομαι, καθώς γίνομαι καύσιμο τροφοδοτώντας τη φλόγα, γίνομαι η φλόγα. Ο δαίμονας.

Δεν με ρώτησε αν σκοπεύω να προσφερθώ στη πυρά, γνώριζε μέσα στην απέραντη σοφία του τις δοκιμασίες που με περίμεναν.
Και για να τις αποφύγω, για να μην χρειαστεί να τις ξεπεράσω, αποφάσισε να με απομακρύνει από αυτές.
Με τον καιρό εκτίμησα την εξυπνάδα του σχεδίου, καθώς είναι αδύνατο να εξαφανιστούν οι δοκιμασίες.

Η φλόγα λοιπόν, όχι η φλόγα της ζωής. Αυτή δεν είναι παρά μια βιοχημική αντίδραση με ημερομηνία λήξης.
Όχι η φλόγα της γνώσης, όχι το φως. Αυτά είναι μια προσπάθεια του ατελούς να επιβάλλει τη πλαστή τάξη του στο άχρονο τέλειο.
Η ψυχρή σκοτεινή φλόγα που τυλίγει τον δαίμονα, ο μανδύας που κάποτε θα φορέσω κι εγώ.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ορίζοντες

Ήταν κάποτε κάποιος που ζούσε περιτριγυρισμένος από τους τοίχους του δωματίου του. Έφτασε η στιγμή που ήθελε να προχωρήσει στη ζωή του και σκεφτόταν τί μπορούσε να κάνει για να το πετύχει.

Σκεφτόταν και σκεφτόταν και σκεφτόταν ώσπου του παρουσιάστηκε η ιδέα ότι για να προχωρήσει, θα έπρεπε πρώτα να επεκτείνει τους ορίζοντές του.

Γκρέμισε λοιπόν τους τοίχους και έφτιαξε μακρύτερους και μεγαλύτερους. Και πράγματι, κατάφερε να προχωρήσει λίγο στη ζωή του. Όμως δεν του έφτανε κι επειδή ήθελε κι άλλο γκρέμισε ξανά τους τοίχους και έφτιαξε ακόμα μακρύτερους και μεγαλύτερους πάνω στα ερείπια των παλιών.

Όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωναν και οι προσδοκίες. Και μαζί με αυτές επεκτεινόταν το δωμάτιο. Ώσπου στο τέλος επεκτάθηκε τόσο πολύ που κατέληξε να συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον πλανήτη.

Το είδε και του άρεσε επειδή ήταν καλό. Όμως τον ενοχλούσε που ήταν σκοτεινά. Και έτσι έβαψε τους τοίχους πράσινους για να του θυμίζουν τα δάση και το ταβάνι μπλε για να θυμίζει ουρανό.

Ζούσε πια στο δικό του κόσμο και τίποτα δεν έμοιαζε να τον απειλεί. Όμως κάπου, σε μια άγνωστη γωνία του κόσμου του, εμφανίστηκαν δυο άνθρωποι.
Ένας τυφλός που ήξερε τα πάντα και ένας χαζός με μαχαίρι που το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να μαχαιρώνει.

Για χρόνια ο τυφλός καθοδηγούσε τον χαζό και κάποτε, τυχαία, συναντήθηκαν με τον χτίστη. Αμέσως ο τυφλός διέταξε τον χαζό να μαχαιρώσει τον χτίστη.