Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Οι δέσμες φωτός

διαπερνούσαν το συννεφιασμένο ουρανό, φωτίζοντας το άμορφο και δίχως λεπτομέρειες έδαφος.
Σαν χρυσαφένια άχυρα, ριγμένα σε νερό. Πίστεψα πως ήμουν στο βυθό, εκεί που το φως από το διάστημα δεν φτάνει και το χώμα είναι πιο ζεστό.

Πώς ανέπνεα όμως, εγώ ο χωρίς βράγχια, ο μόνο εξοπλισμένος με πνεύμονες.
Και θυμήθηκα πως δεν ανέπνεα στην αρχή. Έμαθα να το κάνω μιμούμενος τους υπόλοιπους και μετά ήρθε η φωνή και στο τέλος οι λέξεις.

Είναι λάθος όμως να αποδίδουμε την αρχή μας, στην αρχή του σώματος. Το σώμα είναι η καύσιμη ύλη, η φωτιά έρχεται αργότερα. Είμαστε φλόγα χωρίς εμπρηστή, αυτοαναφλεγόμενοι, και το σώμα δεν είναι παρά καυσόξυλα.

Όπως λοιπόν κανείς δεν θα αποκαλέσει την φωτιά ξύλο, έτσι και κανένας δεν πρέπει να σκέφτεται πως ο ίδιος είναι απόρροια του σώματος και όχι μια δύναμη που απλώς το απανθρακώνει σταδιακά, με τη συνεργασία και του οξυγόνου.

Ο πόνος που έρχεται με τη φθορά και η αποτρεπτική του δύναμη είναι η βασική αιτία της αδράνειας.
Ήθελα να ανέβω στο βουνό τρέχοντας ξανά, αλλά η ανάμνηση πόνου έκανε τη καρέκλα πιο αναπαυτική από ποτέ.
Ήθελα να κουβαλήσω βράχια στις ράχες των βουνών αλλά οι εκλάμψεις πόνου στα χέρια με σταμάτησαν.

Μέχρι και οι γίγαντες που κάποτε περπατούσαν τη γη, ξάπλωσαν να κοιμηθούν και η ανάμνηση των περιπλανήσεων δεν τους άφησε να ξυπνήσουν. Και παρέμειναν στη γη γινόμενοι βουνά κι ονειρευόμενοι αενάως.
Και μερικές φορές, λίγο πριν την καταιγίδα βλέπουμε αναλαμπές των ονείρων τους θεωρώντας τες αδύναμους κεραυνούς, φώτα ενός θαμπού κόσμου, ιδωμένου μέσα από ένα ιδρωμένο γυαλί και πυκνή ομίχλη.

Και ξύπνησα και είδα και θυμήθηκα, πως δεν είδα δέσμες φωτός, όντας δέσμιος της φαντασίας και της ελπίδας. Όσο πιο γρήγορα την εγκαταλείψεις, τόσο πιο γρήγορα θα ηρεμήσεις.
Είναι η προσδοκία του καλύτερου και της αλλαγής αυτή που κάνει το πέρασμα από αυτόν τον πλανήτη τόσο δυσάρεστο. Ενώ αν ήξερα πως δεν έχει και δεν έχω τίποτα...

Ξύπνησα και είδα τον χλωμό ουρανό, τα σύννεφα σαν ζύμη με πρόσωπα χαραγμένα πάνω της έσφιγγαν τη γη και ο αέρας με τους αμέτρητους, αόρατους και άυλους γάντζους του, προσπαθούσε να τα αναδεύσει.