Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Ημιζωή

Πέφτω να κοιμηθώ στο ημίφως μιας αυγής που δεν έρχεται ποτέ. Η μονοτονία του τώρα αντιπαλεύει την άχρονη αιωνιότητα του ονειρόκοσμου.
Η διαφορά του ύπνου και του ξύπνιου, τα πιο καθορισμένα σχήματα, χρώματα που δεν ξεφεύγουν από τα περιγράμματα των σχημάτων που γεμίζουν.
Ξυπνάω σε μια στιγμή, όλες εκείνες οι ώρες είναι μια στιγμή και αναπολώ τη ματαιότητα του άδειου εκείνου ύπνου. Είναι προτιμότερος από μια ζωή γεμάτη με πράγματα που αντιπαθείς.
Το αιώνιο ημίφως που περιβάλλει αυτόν που κοιμάται με μισάνοιχτα μάτια, σε μια κατάσταση αιώνιας αδράνειας.
Άφθαρτος, ακούραστος κι απαθής σε μια φούσκα χρόνου που δεν σκάει.
Κι έξω, ο άνεμος παρασύρει τα ίχνη μιας ψεύτικης ζωής. Το αιώνιο τέλος που κρατάει μονίμως στο τώρα.
Τα μουντά χρώματα του πρόωρου βραδιού, απόηχοι της λαμπερής δόξας τους καθώς βυθίζονται στην άβυσσο της αιώνιας νύχτας.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Συντήρηση του νου

Ένας θησαυρός που δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε στο τάφο ενός σκοτεινού τιτάνα, ο νους δεν μπορεί να προστατευτεί από ένα φυλακτό για τη ψυχή ενός μαγικού σκελετού.
Υπάρχουν οι καθημερινές τελετές που αλλάζουν ανάλογα με το είδος των εξορμήσεων της ημέρας, λίγης άμμου στη σπασμένη κλεψύδρα που αδειάζει.

Οι τελετές της μουσικής βοηθάνε στη θωράκιση του νου με το σφράγισμα των χαραμάδων που άνοιξαν από τους τρανταγμούς της πεζότητας που σε περικλείει καθώς διασχίζεις πεζοδρόμια που διέσχισαν άλλοι, πόσοι και πότε άγνωστο και είναι καλύτερα έτσι.
Και μόνο η σκέψη ενός αμέτρητου αριθμού σε βυθίζει, μια συγκέντρωση σε όλο και μικρότερους κύκλους.

Μέχρι να φτάσεις στο εσώτερο μάτι που δεν κλείνει ποτέ και σε βλέπει καθαρά παρά το σκοτάδι, σαν υποβρύχιο που παρακολουθεί τον εαυτό του.

Η τελετή του φαγητού σφραγίζει προσωρινά την άδεια εσώτερη άβυσσο, ένας χαοτικός στρόβιλος χωρίς τελειωμό.

Και η τελετή του ύπνου το τελευταίο συστατικό του σκυροδέματος που εξασφαλίζει την αντοχή σου μέχρι το επόμενο βράδυ.
Όπου θα ξαναδωθείς σε έναν απαθή ύπνο, η αμοιβή σου για άλλη μια μέρα στη γη.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Η αφιλόξενη ακτή ενός ξεχασμένου νησιού

Άφησα τον ρυθμικό ήχο από τη δουλειά των κωπηλατών να με κοιμίσει. Στον καιρό που ακολούθησε τη παραμονή μου στη θάλασσα, ήταν δύσκολο να ξεχωρίζω τη μέρα από τη νύχτα.
Βυθισμένος στο ημίφως του σταματημένου χρόνου, γύριζα πλευρές κι έβλεπα θαυμαστά όνειρα που τεθλιμμένα θα ξεχνούσα όταν ξανάνοιγα τα μάτια μου.
Με ξύπνησαν οι γλάροι που μάλωναν για τη κυριότητα των ακτών και με ταρακούνησε η βίαιη σύγκρουση της βάρκας που χωρίς εμένα θα ήταν άδεια. Μόνο δυο ζεστά κουπιά ήταν εκεί για να θυμίζουν την αμυδρή παρουσία κι άλλων ζωντανών.

Το γκρίζο της θάλασσας και του ουρανού έδωσε τη θέση του στο καφετί χώμα που σκέπαζε τα πάντα, μέχρι το πράσινο του δάσους που άφηνε έναν δρόμο στη μέση, σαν μια γραμμή σε χτενισμένο κεφάλι.
Συνηθισμένος στο περπάτημα, δεν δυσκολεύτηκα να φτάσω στο πρώτο χωριό. Κάθε σημάδι ζωής είχε σβήσει πριν την τελευταία φλόγα του χωριού αλλά ακόμα μπορούσα να αισθανθώ τις δονήσεις στον αέρα από τους ήχους της περασμένης ζωής.

Στα άκρα των ματιών, νόμιζα ότι έβλεπα την καθημερινή ζωή του χωριού να συνεχίζεται κανονικά, κάνοντάς με να πιστέψω πως εγώ ήμουν ο περίεργος σε εκείνη την κατάσταση, το φάντασμα που αγνοεί την ταυτότητά του.

Μπορούσα να δω κι άλλους σαν εμένα, τυχοδιωκτικά φαντάσματα που έφταναν στο χωριό για να ενημερώσουν τους κατοίκους για τα κατορθώματά τους στο δάσος.
Ένα δάσος στο οποίο κανείς χωρικός δεν τολμούσε να πατήσει, φοβούμενος τους παλιούς μύθους ξύλινων υπηρετών, δοσμένων ζωή από ψυχές που είχαν αποδράσει από τον αιώνιο κύκλο.
Μα χειρότερα ακόμα, φοβόντουσαν τους δημιουργούς των ξύλινων εκείνων υπηρετών, αιώνια όντα που είχαν πιει από την αστείρευτη πηγή μαγείας, ξεχασμένης σε ένα ξέφωτο του μαγικού δάσους, περικυκλωμένης από προστατευτικούς λίθους.

Και κάπου εκεί αναρωτιόμουν αν ήμουν μια σκέτη ψυχή, ή ξύλινος υπηρέτης, ή μην τολμώντας να το σκεφτώ, ένας δημιουργός που κατέφτασε εκεί υπό τον μανδύα της λήθης, στο κυνήγι φρέσκων ψυχών για τις δασώδεις μαριονέτες του.
Η αμνησία αποτέλεσε εκείνη τη φορά πηγή άγχους και όχι αφασίας, με τις φλόγες, όσο δυνατά κι αν έκαιγαν, να μην μπορούσαν να ξεράνουν την αιώνια ομίχλη μου.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Σωτηρία

Ήταν κάποτε ένας απελπισμένος που μην μπορώντας να βρει απαντήσεις πουθενά, περιπλανήθηκε για αμέτρητα χρόνια, μέχρι που βρήκε ένα δάσος.
Στο δάσος εκείνο, κάπου είχε ένα ξέφωτο κι εκεί αποφάσισε ο απελπισμένος να καθίσει, περιμένοντας τη φώτιση.
Αυτό που βρήκε όμως δεν ήταν φως κι ούτε σκοτάδι, αυτός ο απλοϊκός τρόπος θέασης του κόσμου δεν θα ταίριαζε σε κάποιον σκεπτόμενο άνθρωπο.

Εκείνο το ξέφωτο ήταν μια πηγή αστείρευτης ενέργειας κι επομένως καί δύναμης που παρέμενε ανεκμετάλλευτη επειδή ήταν ξεχασμένη από τον σύγχρονο άνθρωπο που μυωπικά συγκεντρώνεται στα εφήμερα.

Χαρούμενος που στην ατυχία του βρήκε την τύχη του, έμεινε εκεί για πολύ καιρό. Και όσο έμενε εκεί, τρεφόταν από την ενέργεια του τόπου και δυνάμωνε σωματικά και νοητικά.
Δεν ήταν βέβαια τόσο μοναδικός όσο θα ήθελε να πιστεύει και για αυτό και άλλοι απελπισμένοι, με τα χρόνια βρήκαν εκείνο το μέρος.

Ήταν σαν η πηγή δύναμης να προσέλκυε τους απελπισμένος όπως η πηγή νερού φέρνει διψασμένα θηρία που το μυρίζουν από χιλιόμετρα μακριά.

Η έκπληξή τους ήταν μεγάλη όταν συναντούσαν κάποιον στη στιγμή της μεγαλύτερης απόγνωσής τους. Όμως ο αρχικά απελπισμένος της ιστορίας μας, είχε καλομάθει και άρχισε να θεωρεί το μέρος δικό του.
Όντας βέβαια πολέμιος της βίας και της κτητικότητας, αντί να τους διώχνει, κάτι που θα τους έκανε να θέλουν να ξανάρθουν με μεγαλύτερη επιθυμία, τους βοηθούσε να διώξουν την απελπισία τους και τότε με μαγικό τρόπο δεν ήθελαν πια να βρίσκονται εκεί.

Κι έτσι έφευγαν ευγνώμονες από το μαγικό εκείνο μέρος και ο απελπισμένος ήταν ελεύθερος ξανά, να πιει από τη πηγή της αιώνιας δύναμης.
Σίγουρα κάποιοι θα υποψιάστηκαν την υπερβολική καλοσύνη του, όμως η μαγική έλξη που ένιωθαν για εκείνο το μέρος χανόταν, και μαζί της χανόταν και η ικανότητά τους να θυμούνται αυτό και ό,τι σχετιζόταν με αυτό αλλά ακόμα και να το βλέπουν μπροστά τους.

Γιατί στο τέλος, το μόνο που έμενε στα μάτια τους, ήταν ένα άδειο ξέφωτο σε ένα απόμακρο δάσος.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Αθέατος πόλεμος

Μπορεί να αποτελεί καταφύγιο από τον κόσμο ή και εξορία από αυτόν, μπορεί να αφορά μια κατάσταση ξεκούρασης ή αναμονής.
Αυτό που είναι κοινό για όλους είναι πως αποτελεί μια στιγμή αδυναμίας που εκθέτει τον νου σε κινδύνους όπως ένα κρύωμα θα εξέθετε τον οργανισμό. Και σε ένα από τα στάδια του ύπνου, είναι που ξεκινάει να γίνεται ο προγραμματισμός του νου.

Καθώς πέφτει το σκοτάδι ή το φέρνεις τεχνητά κλείνοντας τα παραθυρόφυλλα ή με σκούρες, αδιαφανείς κουρτίνες, ως μη νυκτόβια ζώα εμφανίζουμε την αντίδραση της νύστας.
Είναι η στιγμή που οι ανασφάλειες και τα σφάλματα γιγαντώνονται και σαν άγρυπνοι φύλακες μας εμποδίζουν να κοιμηθούμε, παραδιδόμενοι έστω προσωρινά στην άβυσσο της οποίας τμήμα είμαστε.

Σε εκείνη την κρίσιμη κι ευαίσθητη στιγμή, όταν αποκαμωμένοι παραδοθούμε στον ύπνο, ξεκινάει ο προγραμματισμός μας από το συλλογικό ασυνείδητο που γνωρίζουμε καί ως φύση.
Αν δεν δελεαστείς από τα αρωματικά άνθη και τις απαλές φορεσιές, αν δεν γονατίσεις από φόβο στα ανθρωποειδή με αφύσικα μακριά χαρακτηριστικά, τότε, εντοπίζοντας στα πρόσωπά τους μιας έκπληξη που μετατρέπεται σε φόβο, θα αισθανθείς αόρατα μέχρι τότε αλλά πάντα παρόντα, παγωμένα, γκρίζα χέρια να σε τραβάνε επάνω.

Και το επόμενο πρωί θα είναι το πρώτο που θα σε βρει ξύπνιο να αμφιβάλλεις για τη φύση της πραγματικότητας, εντοπίζοντας όλο και περισσότερα παράδοξα που μέχρι πρότινος εκλάμβανες ως αναπόφευκτο τμήμα του χωροχρόνου.

Το δύσκολο δεν είναι να φτάσεις σε αυτή τη ψυχοσωματική κατάσταση, το πραγματικό ερώτημα είναι το τί θα κάνεις με την νεοαποκτηθείσα σου γνώση. Θα συνεχίσεις να χαράζεις έναν νέο δρόμο, φωτίζοντας τον υπαρξιακό τρόμο του σύμπαντος, ενός σκοτεινού σύμπαντος στο οποίο μέχρι τώρα επέπλεες σαν πλοίο δίχως πλήρωμα, ή την επόμενη φορά που θα δεις το όνειρο θα γονατίσεις, καταπίνοντας τη γλυκιά καραμέλα της εθελοτυφλίας;

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Το πριν και το μετά

Στις σκόρπιες σκέψεις μου υπάρχει μια που συναντώ συχνότερα, σαν μια συγκεκριμένη πέτρα σε έναν σωρό από πέτρες που καταλήγει πάντα στο χέρι σου όταν πας να πιάσεις μία.
Είναι αυτός ο μαγνητισμός που με κάνει να επιστρέφω στην ίδια υπόθεση. Άραγε υπήρχα και πριν υπάρξω ως άνθρωπος και αν ναι, τί με οδήγησε να δεχτώ την ενσάρκωση, αν βέβαια ήταν δική μου η επιλογή και δεν είμαι απλώς ένα γρανάζι στο μηχανισμό μιας αμφίβολης αιτιοκρατίας.

Μήπως ήμουν ανήμπορος να προβλέψω τη φρίκη της παράδοξης ανθρώπινης ύπαρξης ή ίσως αυτό ακριβώς ήταν το κίνητρο της μακάβριας επιλογής μου. Όπως όταν εδώ επιλέγω να παίξω ένα τρομακτικό παιχνίδι που μου επιτρέπει να βιώσω τον ανείπωτο τρόμο που κρύβεται στο χαοτικό σύμπαν από την ασφάλεια του ανατομικού μου καθίσματος.

Με τα χρόνια οι αναμνήσεις και τα βιώματα παύουν να μου ανήκουν και γίνονται ιστορίες ενός άλλου ανθρώπου που αντικατέστησα σταδιακά, κύτταρο προς κύτταρο.
Τα μέρη, οι μυρωδιές και οι ήχοι δεν ανακαλούν συναισθήματα, είναι απλά δεδομένα που γεμίζουν τις αποθήκες αναμνήσεων για να μείνει έξω το κενό από το οποίο προήλθα.

Γίνομαι όλο και λιγότερο ο άνθρωπος που ξεκίνησα να είμαι, γίνομαι όλο και περισσότερο αυτός που ήμουν πριν γίνω άνθρωπος. Το πέρασμα του χρόνου δεν με απομακρύνει από την αφετηρία αλλά με φέρνει σε αυτήν.
Όταν φτάσω στην αρχή πάλι, ελπίζω να μην ξανακάνω το λάθος να ξαναέρθω εδώ. Σίγουρα, μπορεί στον διαστημικό εαυτό μου όλο αυτό να φαντάζει σαν μια σύντομη διασκέδαση που τον αποσπά από τη βαρεμάρα της περιπλάνησης σε ένα ανούσιο σύμπαν όμως πρέπει να φροντίσω να μην ξανάρθω.

Καμία ειδοποίηση δεν είναι αρκετή, θα πρέπει να περάσω τη βασικότερη ανάμνηση από το τελωνείο των ψυχών για να μου θυμίσω πως αυτή η ζωή είναι χειρότερη και από παιχνίδι τρόμου, αυτή η ζωή με έκανε σχεδόν να πιστέψω πως δεν υπήρχα πριν.

Η ψευδαίσθηση καταρρέει από το βάρος της άκαμπτης τάξης πραγμάτων που πάει να γράψει πάνω από τον δικό μου κώδικα και να εστιάσει το βλέμμα από το πάντα στο τώρα.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Ξεχασμένο κομμάτι

Ξύπνησα στο δροσερό πάτωμα μιας άδειας αίθουσας και δεν ένιωθα κούραση ή πόνο. Δίπλα μου το έργο με το οποίο λογικά καταπιάστηκα το προηγούμενο βράδυ, ένα ψηφιδωτό σχεδόν ολοκληρωμένο με μόνο ένα κομμάτι να λείπει.
Προσπάθησα να θυμηθώ γιατί το ξεκίνησα αλλά δεν μπορούσα και βγήκα από την αίθουσα για να βρω αυτόν που παρήγγειλε το έργο. Τελικά βρισκόμουν σε ένα παλάτι, άδειο, στη μέση μιας ερήμου.

Αντί να προσπαθήσω να βρω το δρόμο για το σπίτι και να ξεχάσω αυτό το μέρος, αποφάσισα να ψάξω για το χαμένο κομμάτι του ψηφιδωτού. Πέρασα από την άνυδρη έρημο στα βραχώδη όρη που την περικύκλωναν, σαν τοιχώματα ενός καζανιού.
Η αναζήτηση του χαμένου κομματιού μετατράπηκε σε εμμονή. Δεν με ένοιαζε τόσο η ολοκλήρωση του έργου όσο ο λόγος που το κομμάτι έλειπε. Και πώς ήξερα ότι έλειπε και ότι πολύ απλά δεν είχε φτιαχτεί ποτέ.

Το έργο απεικόνιζε ένα αφηρημένο σχήμα που μου θύμιζε εμένα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω γιατί ακριβώς, χωρίς το τελευταίο κομμάτι. Περπάτησα στα ίχνη μου για να βρω αυτό που έκρυψα και λίγο πριν τα καταφέρω, γύρισα πίσω. Αν και μου έλειπε η ανάμνηση, ο φόβος του τί θα συναντούσα όταν ξαναέβρισκα το κομμάτι, ο φόβος του τί θα ξαναγινόμουν, ήταν αρκετός για να με τραβήξει σαν σκοινί που ανεβάζει έναν δύτη από τον βυθό του υποσυνειδήτου του.

Και κάπου εκεί, σε εκείνη την έρημο, το παλάτι σκεπάστηκε από την άμμο του χρόνου περιμένοντας άλλη μια ανεμοθύελλα να με φέρει εκεί για να κοιμηθώ, να ξυπνήσω και βλέποντας το ψηφιδωτό, να αναζητήσω ξανά το κομμάτι μου που έκρυψα. Κάποια πράγματα λειτουργούν καλύτερα χώρια.

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Προθεσμίες

Η ζωή κυλάει σαν ρυάκι σε πλαγιά ψηλού βουνού όταν δεν βάζεις στόχους για το μέλλον. Απαρατήρητα και ήρεμα. Η πηγή και η κατάληξη δεν σε απασχολούν, όσο κάθεσαι κι ακούς το νερό ανάμεσα στα φυτά και τα ζώα. Σαν ένα φίδι με κεφάλι που δεν γνωρίζει την ουρά.

Όμως ο στόχος και η προθεσμία που τον ακολουθεί είναι σαν φράγμα, όχι από κάστορα αλλά τεχνητό που διακόπτει την ομαλή ροή του στο τίποτα.
Η προθεσμία κλειδώνει το μυαλό σε μια μελλοντική στιγμή καθιστώντας το παρόν δέσμιο μιας ατελείωτα μαρτυρικής στιγμής με άγνωστη έκβαση. Δεν έχει σημασία όμως ο τρόπος της έκβασης αλλά η ίδια η έκβαση που απελευθερώνει τον νου από ατελείωτες σκέψεις.

Μπορεί κανείς να αγνοήσει την προθεσμία που έβαλε ο ίδιος ή που του επέβαλλαν οι συνθήκες μιας ζωής την οποία επέλεξε ή μάλλον με την οποία συμβιβάστηκε να ζει. Τότε όμως η πρόσκρουση στη πραγματικότητα βιώνεται εντονότερα από τον απροετοίμαστο νου.
Είναι τελικά καλύτερα να βλέπεις τον κομήτη που πλησιάζει παρά να ζεις στην άγνοια που διακόπτεται απότομα από τη σύγκρουση.

Οι προθεσμίες είναι ικανές να φέρουν οργάνωση στη ζωή, μια οργάνωση που ενδεχομένως να λείπει δίχως αυτές. Ή μάλλον φέρνουν μια σφιχτή οργάνωση που αντικαθιστά μια χαλαρότερη σαν μια αράχνη που συντηρεί τον ιστό της, όλα με το κόστος της συνεχούς απασχόλησης των κύκλων λειτουργίας σου από την επερχόμενη προθεσμία. Το ολοκληρωτικό δόσιμο στο μελλοντικό γεγονός υπερχειλίζει το παροντικό ποτήρι αποβάλλοντας κάθε έννοια απόλαυσης της ζωής, μετατρέποντας την εδώ σου επίκληση σε τιμωρία.
Από το σοβαρότερο έως και το πλέον ευτελές γεγονός, η ανάγκη να σκέφτεσαι μια μελλοντική μέρα και να χτίζεις τη καθημερινή σου ζωή γύρω από αυτήν σε μεταμορφώνει σε έντομο που ζει σε ιεραρχικά οργανωμένη αποικία, μόνο που η κλίμακα αποτελείται από υποδιαιρέσεις σου που συγκατοικούν στον εγκέφαλο.

Και όταν φτάσει η προθεσμία, ακόμα κι αν πρόλαβες να κάνεις τα απαιτούμενα, η προσωρινή ευτυχία της εκπλήρωσης του στόχου δίνει τη θέση της στη προηγούμενη αβέβαιη ροή του ρυακιού, που ξεκινάει κάπου στη κορυφή ή ίσως και υπόγεια και καταλήγει σε άγνωστες δεξαμενές.
Η ανακύκλωση του νερού της ζωής που χάνει τις πρότερες αναμνήσεις του είναι η μεγαλύτερη δυστυχία. Η λήθη απελευθερώνει από περασμένους πόνους καταδικάζοντάς σε να επαναλάβεις τα λάθη που οδήγησαν εκεί.

Σαν το καράβι που τριγυρνάει σε ομιχλώδη νερά, απόφευγε τον μακρινό φάρο της προθεσμίας που σου δείχνει τη πορεία στα βράχια.

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Καταφύγιο

Βρισκόμενος στο μάτι του κυκλώνα, ξέρεις ότι βρίσκεσαι στην ασφαλέστερη θέση του. Τα τοιχώματα που στροβιλίζονται γύρω σου και που υπνώτισες τον εαυτό σου να βλέπει ως μάζες αέρα και όχι τα οργανικά τοιχώματα ενός σκώληκα.

Τί κάνεις όταν το καταφύγιο αρχίζει να αποσυντίθεται, τα υλικά που με τόση προσοχή μα φαινομενικά πρόχειρα διάλεξες για να σε περικυκλώνουν και να σε φυλάνε από την βλαβερή επίδραση του έξω κόσμου.
Αναρωτιέσαι αν η εμπιστοσύνη που έδειξες στα υλικά ήταν αβάσιμη ή αν απλά υπερεκτίμησες τη δυνατότητα που έχεις ( είχες; ) να κρίνεις την ποιότητα των υλικών σφραγίσματος.

Καθώς το καταφύγιο καταρρέει και η νηφάλια ευημερία για την οποία κόπιασες δίνει τη θέση της σε έναν αυξανόμενο πανικό, με κάθε ανάσα νιώθεις ότι φουσκώνεις ένα στρώμα που όταν φτάσει στα όρια ελαστικότητας θα σκάσει με έναν ηχηρό κρότο και θα σπάσει το ξόρκι απομόνωσης κι ασφάλειας που έστησες και θυσίασες τμήμα του χρόνου και της ζωής σου για να σιγουρέψεις τη μακροβιότητα που θα είχε.

Τί κάνεις σε αυτή τη περίπτωση που χάνεις το καταφύγιο που ήταν μόνο για εσένα, που σε κράτησε όχι ασφαλή αλλά ήρεμο από τη βοή των φθοροποιών ανέμων της αλλαγής.
Φεύγεις μακριά και χτίζεις ένα νέο καταφύγιο, διακινδυνεύοντας να εκτεθείς στη κανονικότητα, έστω και προσωρινά αλλά με μόνιμες παρενέργειες, που διαπερνά τα πάντα έξω από τη σφαίρα επιρροής σου ή μένεις εκεί που ήσουν και ξαναχτίζεις ελπίζοντας να σε κρατήσει ασφαλή η αύρα περασμένων ενεργειών που με κάθε αντήχηση εξασθενούν και αλλοιώνονται κάνοντας το ένδοξο παρελθόν να καθρεφτίζει ένα δυσοίωνο μέλλον όπου δεν ανήκεις.

Υπάρχει το ρίσκο στις χαραμάδες των τοιχωμάτων του νέου καταφυγίου που για να χτίσεις θα περισυλλέξεις τα κομμάτια του παλιού, να μπουν οι αναμνήσεις που δεν πρόλαβες να διαγράψεις, οι αναμνήσεις που σχηματίστηκαν από τα σύντομα βιώματά σου έξω από το καταφύγιο και που εδράζονται στα μαγικά κυκλώματα του σωματικού σου οχήματος, αυτόν τον τελευταίο φάρο λογικής που με το φως του έδιωχνε τη πολύχρωμη δυσαρμονία του κόσμου.

Και τότε στο νέο καταφύγιο που βρίσκεται στη θέση του παλιού, άθελά σου θα γίνεσαι δέκτης της παραμορφωτικής επίδρασης των αναμνήσεων που παραμένουν παρά την αντικατάστασή τους από λογικούς γρίφους και που σκοπεύουν να σε ομογενοποιήσουν για να μην γλιτώσεις από την ανακύκλωση,
αποκτώντας μια κοροϊδευτική εκδοχή της αιωνιότητας που οραματίζεσαι.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Ο δαίμονας του νου και ο δαίμονας του σώματος

Μια κόντρα την οποία αντιλαμβάνεται κανείς αφού γεννηθεί και αποκτήσει αυτογνωσία αλλά που ξεκινά πολύ πριν υπάρξει ο παρατηρητής της, είναι αυτή μεταξύ των δαιμόνων.

Ο δαίμονας του σώματος συμβουλεύει τον άνθρωπο πώς να είναι υγιής, να τρώει με μέτρο, να κοιμάται και να ασκείται χωρίς να παραλείπει τις διασκεδάσεις της ζωής.
Είναι ο δαίμονας που ανθεί παντού στη φύση, με τα δυνατά της φυτά και τα τρομερά της ζώα και τους ανθεκτικούς της μικροοργανισμούς.
Περιέχεται παντού.

Κι υπάρχει ο δαίμονας του νου, μια φαινομενικά νεότερη ύπαρξη αλλά στη βάση της το ίδιο παλιά και ίσως παλαιότερη από τον δαίμονα του σώματος.
Είναι αυτός που ξεκινάει ως ασθενική φλόγα που ψιθυρίζει αποθαρρυντικά λόγια και καταλήγει να μαραζώσει το σώμα πρόωρα. Αν ο άνθρωπος επιλέξει να ταΐσει αυτόν και όχι τον δαίμονα του σώματος.

Είναι περίεργη ίσως, ίσως ακόμα πιο περίεργη από την ύπαρξη των δαιμόνων η συνύπαρξή τους στον ίδιο άνθρωπο. Είτε ένα παιχνίδι δύναμης κι επιρροής μεταξύ δυο παλιών φίλων ή μια ακούσια πρόσκληση εκ μέρους του ανθρώπου που ενστικτωδώς αναζητά το μεγαλύτερο και το φοβερότερο ίσως για να καταλήξει και ο ίδιος ως τέτοιο.

Και δεν είναι λίγες οι φορές που ο ένας δαίμονας ανακόπτει την πορεία του άλλου σαν δυο ποτάμια που συναντιούνται πριν ενωθούν σε έναν όπου η υπεροχή του ενός δεν θα είναι φανερή επειδή τα νερά τους δεν διαφέρουν.
Κι έτσι όταν με την καθοδήγηση του δαίμονα του σώματος ο άνθρωπος προοδεύει, αγωνιζόμενος για τη ζωή και την υγεία, μαχόμενος για μια δουλειά, τον ανακόπτει με λόγια οκνηρίας που πετάει σαν πέτρες σε πηγάδι πριν ευχηθεί, ο δαίμονας του νου.

Δεν είναι ότι χαίρεται με την καταστροφή αλλά με την διαφθορά κάθε κατορθώματος του δαίμονα του σώματος.
Κι ο προαναφερόμενος όμως δεν χάνει ευκαιρία να πείσει τον άνθρωπο ότι ο δαίμονας του νου είναι ξένο σώμα προς το σώμα του και ότι καλό θα είναι να μην βασίζεται και πολύ στη συμβουλή του, παραλείποντας πολύ βολικά, ίσως επειδή είναι φτιαγμένος έτσι, την αναφορά και στη δική του προέλευση.

Ο δαίμονας του σώματος κι ο δαίμονας του νου, στην ατελείωτη μάχη τους αποκαλύπτουν το πρώτο ερώτημα του πρώτου ανθρώπου που μολύνθηκε από αυτούς. Ποιος είναι ο ξένος και ποιον θα ταΐσει ο άνθρωπος με την αιώνια ψυχή του

Η ύπαρξη από μονη της αρκεί για να σε οδηγήσει στην αγωνία λόγω της παραδοξότητας που την διακατέχει και του απότομου κι αναπόφευκτου τέλους της, η αφύπνιση από την άγνοια στην οποία πέφτεις από τον καθημερινό αγώνα στον κόσμο της ύλης και ο ερχομός της γνώσης της αιώνιας πάλης είναι μια ευλογία που δεν θα ευχόμουν ούτε στον καλύτερο άνθρωπο.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Ικέτης υγείας

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που ζούσε σε ένα χωριό, μόνος σε ένα μεγάλο σπίτι. Δεν ήταν ιδιαίτερα δυστυχισμένος κι ούτε είχε τίποτα φοβερά προβλήματα.
Ζούσε μια ήσυχη ζωή χωρίς συγκινήσεις. Ώσπου ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο άρχισε να βλέπει όνειρα που του υπόσχονταν μια βελτιωμένη ζωή μόνο αν πετύχαινε τον στόχο που του έβαζαν.

Κι έτσι μια μέρα, το ίδιο ξαφνικά πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και αγόρασε ειδικά σανδάλια. Στη περιοχή του τα απλά σανδάλια δεν ήταν τόσο ακριβά και ούτε η οικονομία τόσο χάλια ώστε να χρειαζόταν η πώληση ενός σπιτιού για την αγορά ενός ζεύγους υποδημάτων.
Ήταν όμως ειδικά σανδάλια, φτιαγμένα από το δέρμα ενός μυθικού πλέον εκλιπόντος ζώου και μπολιασμένα με τη μαγεία της ζωής, ένα από τα πιο άψογα προϊόντα ενός μαγικού τσαγκάρη που εφοδίαζε και τις στρατιές του βασιλιά όταν χρειαζόταν να πολεμήσουν στα βουνά βόρεια του βασιλείου.

Στους έκπληκτους συγχωριανούς που έβλεπαν τον μέχρι τότε ήσυχο φίλο τους να συμπεριφέρεται τόσο αλλόκοτα, εκμυστηρεύτηκε πως ξεκινούσε ταξίδι για την αναζήτηση της θεάς υγείας.

Στους μήνες που ακολούθησαν, ο ικέτης πέρασε πολλές δυσκολίες. Έχοντας επενδύσει όλη την περιουσία του στα σανδάλια που τον άφηναν να δρασκελίζει βουνά σε διάστημα ημερών, δεν είχε λεφτά για άλλα εφόδια ταξιδιού κι έτσι βολευόταν με ότι φειδωλά του παρείχε η φύση.
Η κατάστασή του χειροτέρεψε από όταν ζούσε στο χωριό αλλά έλεγε στον εαυτό του πως όλα αυτά είναι μια προσωρινή θυσία που απαιτούταν για να αποκτήσει τον θησαυρό που θα του χάριζε η θεά υγεία.

Οι εποχές άλλαξαν και ο ικέτης παρέμεινε στο δρόμο, να ψάχνει την υγεία. Ο καιρός καλυτέρεψε και μαζί του απέκτησε ποικιλία η αφθονία του μπουφέ της φύσης.
Τώρα ο ικέτης μας κοιμόταν με γεμάτο στομάχι κάθε βράδυ αλλά δεν έπαψε να σκέφτεται και να θυμάται όλες τις κακουχίες που έζησε, όλες τις νύχτες που το στομάχι κάλυπτε τον ήχο του παγωμένου αέρα.

Αν και ένιωθε καλά στο σώμα, ο νους του υπέφερε. Έλεγε όμως ο ικέτης στον εαυτό του ότι η διάθεση είναι αυτή που την κάνουμε να είναι και ότι ακόμα και σε άσχημες στιγμές από εμάς εξαρτάται να είμαστε χαρούμενοι αν κάνουμε θετικές σκέψεις.

Κάπως έτσι συνεχίστηκε η ζωή του ικέτη που ξέχασε το παλιό του όνομα μαζί με την παλιά του ζωή και μαζί με αυτόν τον ξέχασαν και οι συγχωριανοί του που όταν έμαθαν νέα ενός περιπλανώμενου σοφού, έσπευσαν να τον συναντήσουν.

Ο ικέτης μας αφού γύρισε όλον τον γνωστό κόσμο που επέτρεπε τη ζωή σε ανθρώπους και δεν είχε δηλητηριώδη αέρα για τους θνητούς, ξανάφτασε στο χωριό που είχε ξεχάσει και βρήκε το μέρος όπου κάποτε βρισκόταν το σπίτι του.
Εκεί πια βρισκόταν χτισμένος ένας ναός που ήταν αφιερωμένος στη θεά υγεία. Στη μέση του μια πηγή ανάβλυζε νερό των θεών, το οποίο έπιναν τα πλάσματα που κατέβαιναν από το βουνό μια φορά το χρόνο.
Νομίζοντας ότι βρήκε επιτέλους τη θεά των ονείρων του έσκυψε να πιει κι αυτός το νερό των θεών.
Ταλαιπωρημένος και αποκτηνωμένος από τη ζωή στη φύση, με ψυχή που πλησίαζε περισσότερο τα θηρία της φύσης και λιγότερο τους θεούς, δηλητηριάστηκε από το νερό που φημολογούταν ότι πήγαζε από έναν άλλον κόσμο, εκεί που ο αέρας ήταν δηλητηριώδης.

Οι θυσίες σε χρόνο, χρήμα και ενέργεια που έκανε για να βρει την υγεία δεν τον ξεχώρισαν από τους απλοϊκούς χωρικούς που κάποτε μοιράζονταν μαζί του μια κοινόβια ζωή. Αντίθετα τον οδήγησαν σε ένα λαβύρινθο χωρίς τοίχους και αδιέξοδα, με μόνη διέξοδο τη παύση κι έξοδο από το παιχνίδι.

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Λάθος δρόμος

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα καθώς ανέβαινα στον συνηθισμένο μου δρόμο. Λίγο η ζέστη, λίγο η κούραση, με έκαναν να χαθώ στις σκέψεις που έκανα, ένας τρόπος να γίνεται το ταξίδι λιγότερο κουραστικό.
Πορευόμουν στον αυτόματο πιλότο και χωρίς να το καταλάβω πήρα μια δεξιά στροφή νωρίτερα από το κανονικό.
Το σώμα θυμόταν τον δρόμο που περπατούσα κάποτε και εκμεταλλευόμενο την αφηρημάδα μου με οδήγησε σε παλιά μονοπάτια που εγκατέλειψα όχι τυχαία.
Η αλλαγή περιβάλλοντος αντικατοπτρίστηκε στις σκέψεις που έκανα και από ανάλαφρες που ήταν, χαρίζοντάς μου έναν σχεδόν αιθέριο βηματισμό, βάρυναν και μαζί τους άρχισα να σέρνω τα πόδια μου, ένιωθα τα παπούτσια μου σαν δυο κομμάτια ξεραμένης λάβας που έμειναν στα πόδια μου μετά από βουτιά που μετάνιωσα.
Με το σύρσιμο πάνω στην άμμο, χάλασα προσεκτικά χαραγμένες γραμμές που φυλούσαν ανεπιθύμητες αναμνήσεις. Αδυνατώντας να τις διαγράψω τις παγίδευσα σε εκείνο το μονοπάτι που υποσχέθηκα να μην ξαναπερπατήσω.
Θυμήθηκα αυτά που ήμουν, αυτά που κινδύνευα να γίνω αν δεν εγκατέλειπα εκείνον τον δρόμο.
Και με αγωνία ανίχνευσα τα νέα μου βήματα και γύρισα πατώντας πάνω τους, για να μην χαλάσω και άλλες γραμμές ρισκάροντας να ξυπνήσω αναμνήσεις, κάθε νέο βήμα στο πρόσωπο της γης και μια καινούρια ανάμνηση που θα αγωνιώ να σβήσω.
Εκείνη την μέρα όλα τελείωσαν ήσυχα αλλά οι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν είχαν θυμώσει. Έμαθα για τις καταιγίδες και θεομηνίες που χτύπησαν αργοπορημένα εκείνον τον δρόμο, στοχεύοντας φυσικά εμένα που ήδη είχα φύγει. Βλέποντας από μακριά τις συνέπειες της αθέτησης υποσχέσεων, τη μανία της φύσης, της έχουσας βούληση να διαφυλάξει τις γλυφές που χάραξα κάποτε αλλά από απροσεξία σχεδόν χάλασα.
Ήταν η θέληση της φύσης να φανεί σύμμαχος ή επιθυμία να ανταποδώσει τη χάρη της συνείδησης.
Ελπίζω να μην το μάθω ποτέ, υπάρχει λόγος που επέλεξα την άγνοια και τη λήθη, που τις έθαψα σαν θησαυρό σε μια αμμουδιά που χρησιμεύει κι ως δρόμος.
Υπάρχουν μέρη που πρέπει να αποφεύγονται ακόμα και υπό το φως των άστρων.