Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Εσώτερο καταφύγιο

Όταν η καθημερινότητα μου υπενθυμίζει τη ματαιότητά της βγάζοντας από πάνω μου όλα τα νοητικά εφόδια που χρησιμοποιώ ως άμυνες και μένω ένας σκελετός καλυμμένος από ξένο δέρμα που δεν αναγνωρίζω ως δικό μου πια, η ψυχή απομένει ως το μόνο που κινείται στον άδειο μου θώρακα στη θέση των πνευμόνων σαν πουλί σε τύμπανο που αγωνίζεται να λευτερωθεί πριν την ασφυξία, καταφεύγω στο μέρος εκείνο που είναι πιο βαθιά και από τον νου, πιο πέρα και από το κάστρο που περικυκλώνει ο λαβύρινθος στα παράλια του νησιού.
Πηγαίνω στην πόλη μου από οψιδιανό. Τα κτίρια σαν πλίνθοι ριγμένοι από ψηλά που καρφώθηκαν στη πλάτη ενός νεκρού τιτάνα, ίσως κάποιος θεός, ίσως εγώ να σκόπευα να τον σκοτώσει και να τον κάνει κτήμα, από το ίδιο ύψος που πέφτει η ασταμάτητη, ατελείωτη βροχή.
Σαν να αναποδογύρισε ο ωκεανός από πάνω.
Σε εκείνη τη πόλη, από εκείνη την πόλη ήρθα κι εκεί καταλήγω όταν γλιτώνω από τον εδώ μου εφιάλτη. Επιφάνειες λείες από το ασταμάτητο νερό που όμως δεν είναι αλμυρό. Πεζοδρόμια που δεν ξεχωρίζουν από το δρόμο και τα κτίρια, γεωμετρικοί όγκοι ορθώνονται ολόγυρα κι εγώ πάω από στροφή σε στροφή, σε κάθε δεξιά πάω αριστερά και σε κάθε αριστερή πάω ίσια.
Ζεστός άνεμος με συναντάει κάθε φορά που αλλάζω κατεύθυνση και φορά. Είναι αυτός που βγαίνει από τους πυρακτωμένους υπονόμους, το μόνο φως στο γαλήνιο εκείνο σκοτάδι που με γέννησε ή το γέννησα.
Ήταν η περιέργειά μου να τους πλησιάσω που με έφερε εδώ.
Στην πόλη μου από οψιδιανό, με περιμένω πελώριος, καθισμένος σε πολυκατοικία σαν να ήταν θρόνος, εκεί θα συγχωνευθούν τα κομμάτια, θα συγχωρεθούν ελπίζω τα κρίματα κι εκεί θα παραμείνω, εύχομαι, ολόκληρος για πάντα.
Οι αποστολές είναι υπερβολικά δαπανηρές για τη ψυχή.