Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Βουτιά στο διάστημα

Ήταν μια ήσυχη νύχτα με καθαρό ουρανό και το χλωμό φως των άστρων σχημάτιζε έντονη αντίθεση με το διαστημικό σκότος. Το φεγγάρι ήταν μεγάλο και λαμπερό, λειτουργώντας ως ο ενδιάμεσος ενός φωτεινού μονοπατιού που ένωνε τη γη με τον ήλιο.

Οι συνθήκες ήταν σπάνιες αλλά όχι πρωτόγνωρες. Το μακρινό κάλεσμα ήταν πάντα πιο δυνατό στις συγκεκριμένες συγκυρίες αλλά η δεξαμενή του κουράγιου μου γέμιζε πολύ δύσκολα.

Διστακτικά ανέβηκα στο ψηλότερο κοντινό βουνό, περιμένοντας τη στιγμή της τροχιάς του φεγγαριού που το έφερνε στη κοντινότερη θέση προς τη γη και δειλά έδωσα μια σπρωξιά με τα πόδια μου στη βουνοκορφή για να εκτοξευτώ ψηλά και να πιαστώ από το φεγγάρι.

Άγνωστοι, ξαφνικοί κι αναίτιοι διαστημικοί άνεμοι με παρέσυραν πριν προλάβω να προσεληνιστώ και έχασα τις αισθήσεις μου για λίγο αν και μάλλον σε χρόνο γης ήταν για πολύ.

Ξύπνησα μπροστά από ένα βουνό, όχι πολύ διαφορετικό από εκείνο που σκαρφάλωσα για να φτάσω στη σελήνη. Μπροστά μου ανέβαινε ένα ευθυτενές μονοπάτι που το περιστοίχιζε ένα δάσος.
Πρόσεξα πως ήμουν ξυπόλυτος, κάτι που ενίσχυσε την υποψία μου πως βρισκόμουν σε άλλη μια περιπέτεια που ξεκίνησε επειδή υπνοβατούσα.
Ποια ήταν η δύναμη που με σήκωνε και με τραβούσε όταν ο νους προσωρινά έβγαινε από το σώμα για να επισκεφτεί την αρχική του εστία.

Για καλή μου τύχη το μονοπάτι, που έμοιαζε με ζώνη πυρασφάλειας, ήταν στρωμένο με ψιλή άμμο σαν αυτή που συναντάται σε παραλίες ή ερήμους, την κατάσταση των παραλιών δηλαδή μόλις εξατμιστεί το αλμυρό νερό.
Ανέβαινα σιγά, θέλοντας να κάνω οικονομία δυνάμεων γιατί δεν ήξερα πόσο θα κρατούσε η ανάβαση, πού θα με οδηγούσε και τί κινδύνους θα συναντούσα.

Δεξιά κι αριστερά μου ξεφύτρωναν, χαοτικά, δέντρα και θάμνοι αλλά ούτε ένα φύλλο, ούτε μια βελόνα μπορούσαν να πέσουν στο μονοπάτι. Κι ούτε ένας κόκκος άμμου δεν παρασυρόταν προς το δάσος.
Μόνο στις άκρες του μονοπατιού το έβλεπα να πασπαλίζει τις πέτρες ανακατεύοντας το ζεστό χρυσαφί χρώμα του με το κρύο λαδί τους.

Ο ρυθμικός ήχος φτυαριών και κασμάδων ακολουθούσε κάθε βήμα που έκανα και δεν πέρασε πολλή ώρα πριν καταλάβω ότι γύρω μου και ανάμεσα από τα δέντρα, σκυφτές, σκούρες, ασπρόμαυρες φιγούρες έσκαβαν λάκκους διαδοχικά, παίρνοντας σειρά η μία μετά την άλλη.

Η ξαφνική τους ανακάλυψη σε συνδυασμό με την αδιαφορία που επέδειξαν στον περίεργο περιπατητή με έκαναν διπλά προσεκτικό.
Κοίταζα μόνο μπροστά, ο λαιμός μου άκαμπτος σαν ξερό κλαδί και μόνο με τις άκρες των ματιών επέτρεπα στις σκυθρωπές φιγούρες να κατοικούν στη περιφέρεια της θολωμένης μου όρασης.

Υπέθεσα πως ήταν από τη δίψα, η ανάβαση κρατούσε πολύ και ο ήλιος εκείνου του πλανήτη, ένας κόκκινος νάνος, έκαιγε πολύ.
Η κλίση είχε αρχίσει να ελαττώνεται και βρέθηκα σε ένα ίσιωμα, ίσως ένα οροπέδιο.
Δεξιά κι αριστερά μου ο χώρος άρχισε να ανοίγει και από το μονοπάτι πέρασα σε ένα κυκλικό ξέφωτο. Αντί για κίονες, υπεραιωνόβια δέντρα κρατούσαν την αόρατη οροφή σταθερή κι ένας άνεμος από τα δεξιά μετέφερε τα φύλλα που έπεφταν, που πριν πέσουν μεταμορφώνονταν σε πεταλούδες που πετούσαν στα αριστερά καθώς οι αράχνες των οποίων οι ιστοί βρίσκονταν στα δέντρα και είχαν διαλυθεί, κρέμονταν ξαφνιασμένες από ίστινες αιώρες.

Η μυρωδιά των χαμολούλουδων φαίνεται να λειτουργούσε όπως ο ζεστός αέρας στα ιπτάμενα μπαλόνια, κρατώντας τις πεταλούδες και τις αράχνες συνεχώς στον αέρα.

Στο κέντρο του κυκλικού χώρου, σε ένα πέτρινο τραπέζι βρισκόταν ανοιχτό ένα βιβλίο που το διάβαζε κάποιος που καθόταν δίπλα, σε ένα πέτρινο κάθισμα.
Φαινόταν λυπημένος και μόλις κινούσε να γυρίσει τη σελίδα το μετάνιωνε αφήνοντας το μακρύ του χέρι να πέσει στη δροσερή πέτρα σαν αμπέλι.

Μου είπε πως πριν ξεκινήσει να το διαβάζει, δεν πίστευε ότι θα του άρεσε όμως έκανε λάθος. Το βιβλίο ήταν τόσο συναρπαστικό και ονειρικό που δεν θα ήξερε τί να κάνει αν το διάβαζε μέχρι τέλους.
Κι έτσι έμεινε στα μισά του, μην μπορώντας να αποφασίσει και μην ξέροντας ποια θα ήταν η σοφότερη δέσμη ενεργειών.

Να το διάβαζε μέχρι τέλους και να περνούσε μια αιωνιότητα στο αθάνατο δάσος με τους δισδιάστατους σκαπανείς με τις αναμνήσεις μιας καλής ιστορίας ή να το άφηνε, φανταζόμενος όλα αυτά τα συναρπαστικά πράγματα που θα μπορούσε να περιέχει η συνέχεια χωρίς βέβαια να τολμήσει να απλώσει το χέρι του για να τα φτάσει ρισκάροντας να τα καταναλώσει και να χαθούν για πάντα από κοντά του.

Κάθισα απέναντι σε άλλη μια πέτρα, ανάμεσα σε όσα έφερνε ο άνεμος και σκέφτηκα μαζί του.