Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Foraging

Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε ανήσυχα αισθανόμενος ζεύγη οφθαλμών να τον παρατηρούν εντόνως. Σαν να έπαιζε σε παλιά ταινία όπου προσπαθούσε να αποδράσει όσο προβολείς καταπίεζαν κάθε του βήμα αντικαθιστώντας το απελευθερωτικό σκοτάδι με καταπιεστικό φως.

Ξύπνησε μόνος σε κρεβάτι για δυο, σε δωμάτιο για τέσσερις και σε σπίτι για οκτώ. Έφαγε μόνος πρωινό σε τραπέζι για έξι, με έξι καρέκλες που δεν ήταν σκονισμένες, απόδειξη ότι τις χρησιμοποίησαν πρόσφατα.
Αλλά δεν θυμόταν να είχε καλεσμένους το προηγούμενο βράδυ.

Πριν φύγει, επισκέφτηκε την αλουμινένια καλύβα όπου κρατούσε το καλάθι με το σκαλιστήρι. Αν και δεν είχε ξαναμαζέψει μανιτάρια, είχε σκεφτεί πως θα τον βοηθούσε να τα βγάζει πιο εύκολα.
Δεν ήξερε γιατί ήθελε να μαζέψει μανιτάρια, δεν θυμόταν να το είχε ξανακάνει πέρυσι.
Το φως στη καλύβα ήταν αναμμένο, πράγμα περίεργο επειδή χτες το βράδυ δεν είχε πάει εκεί. Οπότε ποιος θα μπορούσε να το είχε ανάψει.

Αφού ντύθηκε, είχε βγάλει τα ζεστά ρούχα με τον ερχομό του φθινοπώρου για να ετοιμάζεται σιγά σιγά για το χειμώνα, χάρηκε που το είχε κάνει επειδή τα κρύα είχαν έρθει πιο νωρίς εκείνη τη χρονιά. Αφού ντύθηκε λοιπόν, κίνησε να ανέβει στο βουνό που γειτνίαζε με τον οικισμό στον οποίο διέμενε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του.

Πήρε τον ανηφορικό δρόμο στα ανατολικά με χαλαρό βηματισμό γιατί μόλις είχε φάει και ένιωθε βαρύς. Τα μελάτα αυγά δεν ήταν καλή ιδέα για πρωινό τελικά. Επειδή ήταν αργία, όλα τα αυτοκίνητα της γειτονιάς ήταν σταθμευμένα με αποτέλεσμα μια μακριά σειρά πολύχρωμων μετάλλων υγραμένων από την πάχνη να τον συνοδεύουν σε αυτόν τον πρώιμο περίπατο.

Όταν είχε απομακρυνθεί αρκετά από το σπίτι, έστριψε προς τους πρόποδες του βουνού όπου τα πρώτα δέντρα, αραιά στην αρχή, σηματοδοτούσαν το πέρασμά του στο δάσος.
Εκείνο το πρωί η ομίχλη δεν έλεγε να διαλυθεί και σαν σφουγγάρι απορροφούσε το χρώμα από οτιδήποτε τολμούσε να λάμψει περισσότερο από το μαύρο χώμα και τις γκρίζες πέτρες.
Κάποια βατόμουρα διατηρούσαν το κόκκινο χρώμα τους, δειλιάζοντας πίσω από τα συρρικνωμένα φύλλα των θάμνων. Μόνο κάποιοι υάκινθοι φεγγοβολούσαν θαρραλέα το μοβ τους αψηφώντας την καταχνιά.

Απορροφημένος από αυτό το θέαμα, αυτή τη χρωματική αντίθεση προχωρούσε όλο και βαθύτερα στο δάσος ώσπου οι πελώριοι κορμοί μόνωσαν κάθε ήχο πολιτισμού. Ξύπνησε ξανά το απόγευμα με το καλάθι του γεμάτο κάθε λογής μανιτάρια, χωρίς να θυμάται πού και πώς τα συνέλεξε.

Ήταν καιρός να γυρίσει πίσω. Αφού έπλυνε τα μανιτάρια προσεκτικά και τα έκοψε άρχισε να τα μαγειρεύει. Όμως παρατήρησε πως ένα από αυτά ήταν ένα ανθρώπινο δάχτυλο. Σκέφτηκε ότι ίσως να έκοψε το δικό του όταν λιποθύμησε στο δάσος όμως τα έλεγξε και ήταν όλα εκεί, καί τα δώδεκα.

Δεν έδωσε πολλή σημασία και τα έριξε στο τηγάνι, μαζί με το δάχτυλο και τα μαγείρεψε για να τα φάει, συνοδεία κρασιού.
Την άλλη μέρα τον βρήκαν νεκρό, το δάχτυλο του είχε καθίσει στο λαιμό.