Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Όταν πέφτω να κοιμηθώ

και καλύπτω με το λεπτό δέρμα των βλεφάρων μου τα μάτια μου, εκείνων των βλεφάρων που όταν τα κλείνω κοιτάζοντας τον ήλιο αφήνουν να διαφανεί ένα φωτεινό περίγραμμα με σκοτεινή γέμιση.
Οι σκέψεις κολυμπάνε στην περιφέρεια της όρασης, διαλύοντας το πλεκτό των αναμνήσεων της ημέρας σαν βάρκες που μεταφέρουν ψήγματα εαυτού.

Και καθώς η πλημμυρίδα γεμίζει το κεφάλι μου, χάνω το ατομικιστικό εγώ και μέσα στο υγρό της νύχτας αποκτώ μια πιο αόριστη και ευρύτερη υπόσταση.
Γεμίζοντας εκείνον τον χώρο των ονείρων που οι ζωντανοί επισκέπτονται προσωρινά τις μόνιμες κατοικίες που ανήγειραν εκεί οι νεκροί από το σκοτεινό, υγρό χώμα την αποσύνθεση του οποίου εισπνέουν τα σκουλήκια.

Και για λίγο μόνο, αποκτώ την ιδιότητα που είχα πριν γεννηθώ, γίνομαι ο κόσμος, η ανθρωπότητα. Τα πάντα και τίποτα.
Βλέπω και ακούω μέσα από όλα τα μάτια και τα αυτιά και όλες αυτές οι εικόνες ανακατεμένες σχηματίζουν το τίποτα μέσα από το πρίσμα εκείνης της εμπειρίας.
Από πρώτο πρόσωπο, περνάω σε πανοραμικό τρίτο καθώς τα νέφη παγώνουν τα βρεγμένα από τα βάθη του ωκεανού μαλλιά μου λίγο πριν ο ήλιος τους δώσει ένα λευκό χρώμα αφήνοντας το αλάτι πάνω τους.

Για εκείνες τις λίγες στιγμές που χάνω τον εαυτό, βρίσκομαι στη θέση του παρατηρητή. Σκέφτομαι και ακούω όπως όλοι μαζί, νεκροί και ζωντανοί που πέρασαν από αυτό εδώ το σημείο του διαστήματος.

Και είναι η επιστροφή στον εαυτό όταν ξυπνάω, πρωί αν είχα ήρεμο ύπνο ή από τους ψιθύρους της νύχτας που αναλαμβάνει να διατηρήσει το σώμα ενώ η συνείδηση απέχει.
Η επιστροφή που προκαλεί τη μεγάλη θλίψη για την απώλεια του τίποτα που ήμουν πριν γίνω.

Δανείζοντας το ειδικό στο γενικό, δανείζομαι προσωρινά την ιδιότητα του γενικού να βρίσκομαι παντού, συνεχώς. Και μόνο τότε ο χρόνος με όλες τις πιθανότητες φαντάζει σαν ένα πιάτο με κουλουριασμένα μακαρόνια.
Και μόνο ξυπνώντας, χάνοντας την ιδιότητα του γενικού τον βλέπω ξανά γραμμικά μέσα από την περιορισμένη οπτική του προσώπου.