Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

 Το φως κι ο ήχος ξεθωριάζουν

πόρτες, παράθυρα και πύλες

σφραγίζουν μέσα τους ανθρώπους


που μέσ' στη νύχτα χαίρονται

που μέσ' στη νύχτα πίνουν

σε φωτισμένα δώματα με ζεσταμένα φάγια

καθώς η νύχτ' απανακτά

τη κτίση που της στέρησε ο μάστορας ο πρώτος


με της ομίχλης το μανδύα

και με του κρύου τα σκοινιά

περιπατούν οι απέθαντοι

για αίμα διψασμένοι


αλυσιδένιο σούρσιμο, ερπυστριών τα ίχνη

κλαγγές χεριών μετάλλινων που σάρκα θα γυρεύουν

οι νύχτες των αθάνατων, θνητών ημέρες τρώνε

βγήκαν αθέατοι εδώ μέχρι να 'ρθεί ο ήλιος



Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

 Με κάθε ανάσα η μούχλα εισχωρεί και κατακάθεται όλο και βαθύτερα στα πνευμόνια μου. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μπορώ να διακρίνω με τη βοήθεια των λιγοστών ηλιαχτίδων που διαπερνάν τα παντζούρια την σκόνη που αιωρείται παντού.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω προς το σαλόνι, η πολυθρόνα κι η τηλεόραση λείπουν, έχει μείνει μόνο ο καναπές, βουτηγμένος κι αυτός στη μούχλα.

Προσπάθησα αρκετές φορές να βγω αλλά κάθε φορά που ανοίγω τη πόρτα καταλήγω να ξυπνάω μετά από ώρες στο κρεβάτι μου.

Το ψυγείο παραμένει γεμάτο με φαΐ παρόλο που δεν ψωνίζω ποτέ, και παρά τους απλήρωτους λογαριασμούς δεν έχω θέμα με το ρεύμα και το νερό.

Κάθε ημέρα είναι μια επανάληψη της προηγούμενης και η νύχτα απλά κόβει τον χρόνο ανάμεσα στις δυο φορές που ανοιγοκλείνω τα μάτια.

Προσπάθησα να μην κοιμηθώ για να ανακαλύψω πως γεμίζει το ψυγείο, η πόρτα όντως άνοιξε και το φωτάκι του προσέδωσε μια ψεύτικη ζεστασιά στη ακόμα πιο παγωμένη κουζίνα.

Αλλά δεν είδα κανέναν να βγαίνει, μονάχα μια πύλη που οδηγούσε σε μια λευκή πεδιάδα. Μπορούσα επιτέλους να φύγω μπαίνοντας ακόμα βαθύτερα.