Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Ικέτης υγείας

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που ζούσε σε ένα χωριό, μόνος σε ένα μεγάλο σπίτι. Δεν ήταν ιδιαίτερα δυστυχισμένος κι ούτε είχε τίποτα φοβερά προβλήματα.
Ζούσε μια ήσυχη ζωή χωρίς συγκινήσεις. Ώσπου ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο άρχισε να βλέπει όνειρα που του υπόσχονταν μια βελτιωμένη ζωή μόνο αν πετύχαινε τον στόχο που του έβαζαν.

Κι έτσι μια μέρα, το ίδιο ξαφνικά πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και αγόρασε ειδικά σανδάλια. Στη περιοχή του τα απλά σανδάλια δεν ήταν τόσο ακριβά και ούτε η οικονομία τόσο χάλια ώστε να χρειαζόταν η πώληση ενός σπιτιού για την αγορά ενός ζεύγους υποδημάτων.
Ήταν όμως ειδικά σανδάλια, φτιαγμένα από το δέρμα ενός μυθικού πλέον εκλιπόντος ζώου και μπολιασμένα με τη μαγεία της ζωής, ένα από τα πιο άψογα προϊόντα ενός μαγικού τσαγκάρη που εφοδίαζε και τις στρατιές του βασιλιά όταν χρειαζόταν να πολεμήσουν στα βουνά βόρεια του βασιλείου.

Στους έκπληκτους συγχωριανούς που έβλεπαν τον μέχρι τότε ήσυχο φίλο τους να συμπεριφέρεται τόσο αλλόκοτα, εκμυστηρεύτηκε πως ξεκινούσε ταξίδι για την αναζήτηση της θεάς υγείας.

Στους μήνες που ακολούθησαν, ο ικέτης πέρασε πολλές δυσκολίες. Έχοντας επενδύσει όλη την περιουσία του στα σανδάλια που τον άφηναν να δρασκελίζει βουνά σε διάστημα ημερών, δεν είχε λεφτά για άλλα εφόδια ταξιδιού κι έτσι βολευόταν με ότι φειδωλά του παρείχε η φύση.
Η κατάστασή του χειροτέρεψε από όταν ζούσε στο χωριό αλλά έλεγε στον εαυτό του πως όλα αυτά είναι μια προσωρινή θυσία που απαιτούταν για να αποκτήσει τον θησαυρό που θα του χάριζε η θεά υγεία.

Οι εποχές άλλαξαν και ο ικέτης παρέμεινε στο δρόμο, να ψάχνει την υγεία. Ο καιρός καλυτέρεψε και μαζί του απέκτησε ποικιλία η αφθονία του μπουφέ της φύσης.
Τώρα ο ικέτης μας κοιμόταν με γεμάτο στομάχι κάθε βράδυ αλλά δεν έπαψε να σκέφτεται και να θυμάται όλες τις κακουχίες που έζησε, όλες τις νύχτες που το στομάχι κάλυπτε τον ήχο του παγωμένου αέρα.

Αν και ένιωθε καλά στο σώμα, ο νους του υπέφερε. Έλεγε όμως ο ικέτης στον εαυτό του ότι η διάθεση είναι αυτή που την κάνουμε να είναι και ότι ακόμα και σε άσχημες στιγμές από εμάς εξαρτάται να είμαστε χαρούμενοι αν κάνουμε θετικές σκέψεις.

Κάπως έτσι συνεχίστηκε η ζωή του ικέτη που ξέχασε το παλιό του όνομα μαζί με την παλιά του ζωή και μαζί με αυτόν τον ξέχασαν και οι συγχωριανοί του που όταν έμαθαν νέα ενός περιπλανώμενου σοφού, έσπευσαν να τον συναντήσουν.

Ο ικέτης μας αφού γύρισε όλον τον γνωστό κόσμο που επέτρεπε τη ζωή σε ανθρώπους και δεν είχε δηλητηριώδη αέρα για τους θνητούς, ξανάφτασε στο χωριό που είχε ξεχάσει και βρήκε το μέρος όπου κάποτε βρισκόταν το σπίτι του.
Εκεί πια βρισκόταν χτισμένος ένας ναός που ήταν αφιερωμένος στη θεά υγεία. Στη μέση του μια πηγή ανάβλυζε νερό των θεών, το οποίο έπιναν τα πλάσματα που κατέβαιναν από το βουνό μια φορά το χρόνο.
Νομίζοντας ότι βρήκε επιτέλους τη θεά των ονείρων του έσκυψε να πιει κι αυτός το νερό των θεών.
Ταλαιπωρημένος και αποκτηνωμένος από τη ζωή στη φύση, με ψυχή που πλησίαζε περισσότερο τα θηρία της φύσης και λιγότερο τους θεούς, δηλητηριάστηκε από το νερό που φημολογούταν ότι πήγαζε από έναν άλλον κόσμο, εκεί που ο αέρας ήταν δηλητηριώδης.

Οι θυσίες σε χρόνο, χρήμα και ενέργεια που έκανε για να βρει την υγεία δεν τον ξεχώρισαν από τους απλοϊκούς χωρικούς που κάποτε μοιράζονταν μαζί του μια κοινόβια ζωή. Αντίθετα τον οδήγησαν σε ένα λαβύρινθο χωρίς τοίχους και αδιέξοδα, με μόνη διέξοδο τη παύση κι έξοδο από το παιχνίδι.