Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Στρώσεις

Η πιο πρώιμη ανάμνηση του εαυτού μου με θέλει να καίγομαι στον ήλιο. Το πρωτοφανές για τότε συναίσθημα της τεράστιας αιωρούμενης σόμπας, εικόνες των κηλίδων της να μένουν στα μάτια μου και αφού τα κλείσω.

Οι ζέστες των καλοκαιριών υπενθύμιζαν την αφύσικη παρουσία της ζωής. Γεννημένη να ζει στο σκοτάδι, προορισμένη να καταστραφεί από το φως, προσαρμόστηκε σε αυτό, το ρούφηξε και γιγαντώθηκε.
Το αίσθημα της πυρακτωμένης άμμου, της ασφάλτου που εξατμίζεται και σου επιτρέπει να εισπνεύσεις την πίσσα, το σκοτάδι από το οποίο προήλθες.

Η θερμότητα, παρ' όλα αυτά δεν κράτησε για πάντα. Όπως ο οργανισμός συνηθίζει στην αρρώστια και την αντέχει, όπως το μέταλλο δεν λιώνει έτσι κι εγώ αντέκρουσα τη ζέστη. Συνηθισμένος από τη περιπλάνηση στην έρημο, μαθημένος να μην περιμένω πια οάσεις, το βάρος της ζέστης που άλλοτε με βύθιζε σε κινούμενη άμμο τώρα με έσπρωχνε σαν ζεστός αέρας που φουσκώνει τα μπαλόνι του αερόστατου.

Ο νους χανόταν σε μια δίνη και αν δεν ήταν το σώμα να λειτουργήσει σαν άγκυρα σε αερόπλοιο, δεν θα επέστρεφα ποτέ. Και με κάθε επιστροφή έφερνα μαζί μου περίεργες ιδέες από τη δίνη, ιδέες που δεν εφάρμοζαν όπως τα τουβλάκια του τετρις.
Χρειαζόταν η γλυπτική επιδεξιότητα της θέλησης για το σκάλισμα των αταίριαστων μερών.

Κι έτσι, με κάθε ιδέα να στρώνει και μια νέα σειρά τουβλακίων έβλεπα να δεσπόζει το ιδεολογικό μου οικοδόμημα.
Και οι ζέστες όλο και θέριευαν αλλά τις ένιωθα σαν δρόσο. Γράφουν και μιλάνε οι περιβαλλοντολόγοι για την αλλαγή στο κλίμα, ατροφούν τα νεύρα κάποιων ανθρώπων αλλά στη δική μου περίπτωση οι κάψες έσβηναν.

Ο μεγάλος κι ευρύς κόσμος με τις μυρωδιές και τους ήχους, με τα φώτα και τις σκιές, ο κόσμος που σε κάνει να αισθάνεσαι ένας ξένος μουσαφίρης εδώ έμοιαζε να μικραίνει.
Βέβαια με την τεχνολογία της πληροφορίας, με τις ταχύτατες μεταφορές οι αποστάσεις δεν μετράνε το ίδιο πια. Όμως στη δική μου περίπτωση τα μεγέθη και οι αποστάσεις, η γεωμετρία ολόκληρη μαζί με το χρόνο έφθιναν.

Και όσο κοιτούσα έξω θέλοντας να παγιδεύσω με τις αισθήσεις όσα παγίδευα και πριν, τόσο έχανα από τη μνήμη την εικόνα του πριν. Αυτήν που με έκανε να νομίζω ότι οι ζέστες έκαιγαν, που με έκαναν να αναζητώ δροσιά ενώ αυτή ήταν παντού.

Το σώμα λειτουργούσε ως μόνωση από την πραγματικότητα και με κάθε προστιθέμενη στρώση δυνάμωνε η αποτελεσματικότητά του. Τόσο που αν κρατούσα κλειστές τις πύλες τίποτα δεν θα δραπέτευε από το νου και τίποτα νέο δεν θα εισέβαλλε μέσα.
Τόσο που οι ιδέες άρχισαν να μουχλιάζουν και να ζυμώνονται σε νέες. Κι έπαψα να αναζητώ τις μυρωδιές και τους ήχους, τα φώτα με τις σκιές. Κι έπαψα να ψάχνω κάτι που δεν θα μπορούσα να βρω ποτέ.
Χάνεται μονάχα αυτός που έχει προορισμό.
Οι λαμπεροί καύσωνες δεν διέφεραν από τον χειμώνα πια. Και η όραση αν και δεν εξασθένησε ιδιαίτερα, δεν έβρισκε αυτά που συνήθιζε να βρίσκει.

Γιατί γύρω μου τα πάντα εξουδετερώθηκαν από την πραγματομόνωση και τότε, για πρώτη φορά μετά από καιρό, σε έξαψη, με ζέση σαν του ήλιου, στροβιλιζόμενος στη δίνη κατάλαβα ότι δεν χρειαζόταν να ψάχνω έξω, κατάλαβα πως ο κόσμος· είμαι εγώ.