Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Εφιάλτης

Τον τελευταίο καιρό οι ύπνοι μου είναι κενοί και νηφάλιοι. Οι νυχτερίδες που ψάχνουν μεζέδες, ο άνεμος που φυσάει στη γύρη, οι πειραγμένες εξατμίσεις γλεντζέδων.
Τίποτα δεν με φτάνει όσο κοιμάμαι, βαθιά, τόσο βαθιά σαν πυρήνας άστρου που κατέρρευσε από τη μάζα του.

Αυτή η ιδιότυπη μαύρη τρύπα δεν έλκει τίποτα, αντιθέτως σχηματίζει ένα κάλυμμα από κάθε εξωτερική επιρροή.
Το σώμα παίζει το ρόλο κανάτας που περιμένει το ξύπνημα της βροχής για να γεμίσει ξανά με το νερό που εξατμίζει ο ύπνος.

Τον καμβά της πρόσκαιρης απολυτότητας του τίποτα που προοιωνεί την οριστική λέρωνε συνήθως προσωρινά-πριν καταπιεί τον λεκέ ο χρόνος- με το μακάβριο πινέλο του ο εφιάλτης.

Εμπνευσμένος από τη καθημερινότητα και ανίκανος να την δει όπως είναι με τα παραμορφωμένα του μάτια, ετοίμαζε νυχτερινές περιπέτειες που μπορούσα να βιώσω χωρίς τη παρεμβολή των αισθητήριων οργάνων του σώματος και αυτό τις έκανε πιο καθαρές.

Ώσπου μου τελείωσαν τα εισιτήρια, ώσπου μου απαγορεύτηκε η πρόσβαση σε αυτόν τον κινηματογράφο.
Να απέκτησα τόσο ισχυρή βούληση υπερκεράζοντας τις ψυχοφθόρες υπαπαντές του ξύπνιου μου;
Δεν έχω διάθεση να υποτιμήσω τις τεράστιες δυνατότητές μου αλλά δεν μου ταιριάζει αυτή η απάντηση.

Είναι κάτι απλούστερο στη πραγματικότητα. Βλέπω τόσο πολλούς εφιάλτες και τόσο συχνά που έφτασα στο σημείο να μην τους προσέχω, να μην με ταράζουν όσο πριν.
Κι έτσι η συνεχής έκθεση έφερε την ανοσία και δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις καλλιγραφίες τις γενόμενες με τρεμάμενο χέρι από τον προϋπάρχοντα, τον στεφανωμένο με τα οστά της νύχτας άρχοντα χρόνο.

Και σκέφτομαι, μήπως το σκοτάδι, μήπως το κενό που βλέπω μπροστά μου δεν είναι κενό; Μήπως είναι όλα αυτά που έβλεπα συνεχώς, που έβλεπα για τόσο καιρό που έφτασα να τα θεωρώ άμορφα δεμένα κομμάτια αυτού που με περιβάλλει όσο κοιμάμαι.