Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Οι δέσμες φωτός

διαπερνούσαν το συννεφιασμένο ουρανό, φωτίζοντας το άμορφο και δίχως λεπτομέρειες έδαφος.
Σαν χρυσαφένια άχυρα, ριγμένα σε νερό. Πίστεψα πως ήμουν στο βυθό, εκεί που το φως από το διάστημα δεν φτάνει και το χώμα είναι πιο ζεστό.

Πώς ανέπνεα όμως, εγώ ο χωρίς βράγχια, ο μόνο εξοπλισμένος με πνεύμονες.
Και θυμήθηκα πως δεν ανέπνεα στην αρχή. Έμαθα να το κάνω μιμούμενος τους υπόλοιπους και μετά ήρθε η φωνή και στο τέλος οι λέξεις.

Είναι λάθος όμως να αποδίδουμε την αρχή μας, στην αρχή του σώματος. Το σώμα είναι η καύσιμη ύλη, η φωτιά έρχεται αργότερα. Είμαστε φλόγα χωρίς εμπρηστή, αυτοαναφλεγόμενοι, και το σώμα δεν είναι παρά καυσόξυλα.

Όπως λοιπόν κανείς δεν θα αποκαλέσει την φωτιά ξύλο, έτσι και κανένας δεν πρέπει να σκέφτεται πως ο ίδιος είναι απόρροια του σώματος και όχι μια δύναμη που απλώς το απανθρακώνει σταδιακά, με τη συνεργασία και του οξυγόνου.

Ο πόνος που έρχεται με τη φθορά και η αποτρεπτική του δύναμη είναι η βασική αιτία της αδράνειας.
Ήθελα να ανέβω στο βουνό τρέχοντας ξανά, αλλά η ανάμνηση πόνου έκανε τη καρέκλα πιο αναπαυτική από ποτέ.
Ήθελα να κουβαλήσω βράχια στις ράχες των βουνών αλλά οι εκλάμψεις πόνου στα χέρια με σταμάτησαν.

Μέχρι και οι γίγαντες που κάποτε περπατούσαν τη γη, ξάπλωσαν να κοιμηθούν και η ανάμνηση των περιπλανήσεων δεν τους άφησε να ξυπνήσουν. Και παρέμειναν στη γη γινόμενοι βουνά κι ονειρευόμενοι αενάως.
Και μερικές φορές, λίγο πριν την καταιγίδα βλέπουμε αναλαμπές των ονείρων τους θεωρώντας τες αδύναμους κεραυνούς, φώτα ενός θαμπού κόσμου, ιδωμένου μέσα από ένα ιδρωμένο γυαλί και πυκνή ομίχλη.

Και ξύπνησα και είδα και θυμήθηκα, πως δεν είδα δέσμες φωτός, όντας δέσμιος της φαντασίας και της ελπίδας. Όσο πιο γρήγορα την εγκαταλείψεις, τόσο πιο γρήγορα θα ηρεμήσεις.
Είναι η προσδοκία του καλύτερου και της αλλαγής αυτή που κάνει το πέρασμα από αυτόν τον πλανήτη τόσο δυσάρεστο. Ενώ αν ήξερα πως δεν έχει και δεν έχω τίποτα...

Ξύπνησα και είδα τον χλωμό ουρανό, τα σύννεφα σαν ζύμη με πρόσωπα χαραγμένα πάνω της έσφιγγαν τη γη και ο αέρας με τους αμέτρητους, αόρατους και άυλους γάντζους του, προσπαθούσε να τα αναδεύσει.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Απέναντι από τον ήλιο

ολόρθος καρτερώ την παλίρροια φωτονίων να με περιλούσει
Τα ψήγματα σκότους στο ψεγαδιασμένο σώμα μου λειτουργούν ως φράγμα που τα εμποδίζει 
στάχτες σε μια λαμπερή φωτιά

Απέναντι στον ήλιο, σε μια ανηφόρα που πλέον φαντάζει ίσια
αναζητώ μια πλαστή οικειότητα στη στασιμότητα της ρουτίνας ενός χαοτικά μεταβαλλόμενου κόσμου

Μέσα από τον ήλιο φτάνουν μαρτυρικές κραυγές στα αυτιά μου
καθώς η μυρωδιά των καψαλισμένων πτωμάτων τους μου ανοίγει την όρεξη
Το μαρτύριο του νου ως η ευχαρίστηση της σάρκας

Δεν σκοτεινιάζει ποτέ εδώ και ξέχασα πώς να κοιμάμαι
Οραματίζομαι με ανοιχτά μάτια ένα λαμπρό τώρα
Περιτριγυρισμένος από τα σιωπηρά βλέμματα των άστρων.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ανάμνηση φόβου

και θυμού. Τα σερνάμενα πόδια που έφθειραν τα πέλματα αφήνοντας ξωπίσω μια λωρίδα ξεραμένου δέρματος με αίμα. Και τα οστά που συνέχισαν να τρίβονται στο δάπεδο άφηναν σπίθες που φώτιζαν την πορεία μου.

Με χέρια παραδομένα στον άνεμο αλλά δεσμευμένα από τη βαρύτητα, οι αρθρώσεις τρίκλιζαν καθώς ο μηχανισμός του σώματος κατέρρεε.
Με καρδιά που σαν πέτρα έσπασε το διάφραγμα κι έλιωσε το στομάχι, να κολυμπάει μέσα στο αίμα το οποίο έπρεπε να αντλεί, μια σχεδία σε έναν ωκεανό αίματος, να επιπλέει περιμένοντας τον ήλιο που δεν θα ανέτειλε ποτέ.

Σε εκείνο το ηλιοβασίλεμα που προέκυψε από τη διάτρηση του θώρακα, διοχετεύτηκε όλο το αίμα.

Ο θυμός σαν μια ζεστή πέτρα, φρέσκο μάγμα μέσα στο νερό. Οι μπουρμπουλήθρες ταξίδευαν για την επιφάνεια, μεταφέροντας δηλητηριώδη αέρια που θα σκότωναν τους γλάρους.
Αυτός ο διογκούμενος πυρήνας που ασφυκτιούσε σε έναν θώρακα που περισσότερο τον φυλάκιζε, παρά τον προστάτευε.

Η πικρή γεύση του τρόμου στο πίσω μέρος της γλώσσας, σαν ένα φάρμακο που δεν κατάπια ποτέ, απορρίπτοντας τη θεραπεία του αλλά όχι με τόση τόλμη όση θα περίμενα και φανταζόμουν.

Η γνώση της οριστικής κι αναπόφευκτης ήττας περιέργως μου προσέφερε μια νέα κι άγρια ελευθερία, η ανακούφιση του πεπραγμένου. 

Δεν είναι ο ίδιος ο φόβος που φοβάμαι αλλά στο τί θα αναγκαστώ να μεταμορφωθώ για να τον αντιμετωπίσω, να αποκτήσω τα μέσα για να κάνω τον φόβο κτήμα μου κι όχι κτηματία μου.
Είναι το γύρισμα η επιστροφή που όλο και δυσκολεύει κάθε φορά που ξεπερνώ το όριο.
Και κάποτε η αρχική κατάσταση θα παραμείνει κενή και θα έρθει κάτι άλλο να τη συμπληρώσει καθώς εγώ θα λείπω πια.

Γιατί ο άνθρωπος είναι σαν το αέριο, όσο χώρο του δώσεις, τόσο θα αναπτυχθεί. Χώρος που δεν υπάρχει δίπλα σε άλλους ανθρώπους αλλά στην ερημιά των άγονων κοιλάδων που προστατεύονται από οροσειρές που σαν φίδια, τρώνε την ουρά τους.
Εκεί που βασιλεύει ο φόβος και η ανάμνησή του είναι πολυτέλεια.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Η αναζήτηση της ευτυχίας.

Ρωτώντας κάποιον τί ψάχνει στη ζωή του, η πιο γενικευμένη αλλά και συνηθισμένη απάντηση είναι ότι θέλει να γίνει ευτυχισμένος.
Αν και η ευτυχία παίρνει διαφορετικές μορφές η ουσία της παραμένει η ίδια, είναι οι ίδιες ουσίες που φέρνουν ευφορία στους εγκεφάλους των οποίων οι κάτοχοι και χρήστες πέτυχαν το στόχο της.

Επειδή όμως ο στόχος βρίσκεται μακριά και τα βρόχινα σύννεφα δεν αφήνουν τον ήλιο να φανεί καθώς τα χαλιναγωγεί ο αέρας, πολλές φορές, τις περισσότερες είναι δύσκολο για το τόξο που θα εκτοξεύσει το βέλος αφού το λυγίσει ο τοξότης και αφού στοχεύσει με το καλό του μάτι, να χτυπήσει την ευτυχία.
Έχει μάλιστα περάσει τόσος καιρός από τότε που κάποιος βρήκε το κέντρο, και είναι τόσο σπάνιο το περιστατικό που οι τοξότες συμφώνησαν να αποκαλούν ευτυχία απλώς αν χτυπήσουν τον στόχο σε οποιοδήποτε σημείο.

Αφού όμως ξέρουν πόσο μάταιο είναι το έργο τους, ότι όλες τους οι προσπάθειες απλά απελευθερώνουν λίγη θερμότητα στο κρύο πεδίο. Γιατί συνεχίζουν να έρχονται, γιατί διατηρούν την ελπίδα ότι θα βρουν την ευτυχία αν συνεχίσουν να προσπαθούν.
Είναι τόσο γλυκιά η ανταμοιβή που, ξέροντας πως οι θυσίες τους μάλλον δεν θα έχουν αντίκρυσμα, συνεχίζουν να προσπαθούν.

Γιατί όμως, ποιος ο λόγος. Η ευτυχία μπορεί να αποτελεί λόγο ύπαρξης των ζωντανών αλλά κατά πόσο ικανοποιούν τις δικές τους επιθυμίες με το κυνήγι της.
Και βλέποντάς τους να αποτυγχάνουν τόσες φορές, εύλογα υποπτεύεσαι πως αυτό που απολαμβάνουν είναι το κυνήγι.

Τρέφονται από τον θυμό, ζωντανεύουν από την σύγκρουση, ξεδιψάνε με τη λύπη των άλλων. Και να τους προσφέρεις την ευτυχία, τυλιγμένη στο χρυσό ύφασμα της χαράς, θα την απορρίψουν.
Επειδή δεν είναι αξιοκρατικό, θα σου πουν. Αλλά θα χάσουν το μακάβριο αγώνα που κάνει τη γη κόλαση για όλους μας, θα είναι αυτό που εννοούν.

Αφήνοντας το τμήμα του εγκεφάλου που ευθύνεται για την έκδοση ντιρεκτίβων ανικανοποίητο. Οι τοξότες δεν είναι αυθύπαρκτα πλάσματα. Είναι συνειδήσεις που φυτεύτηκαν στον εγκέφαλο του πλάσματος για να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση στον αγώνα της αναζήτησης της ευτυχίας και των ουσιών με τις οποίες θα περιλουστεί ο εγκέφαλος σε περίπτωση επιτυχίας.

Είναι θλιβερό πλάσμα ο νους του πλάσματος που αποκαλείται καί τοξότης. Έχει μάτια που βλέπουν μόνο μπροστά και αγνοεί τον κουκλοπαίχτη που βρίσκεται πίσω και πάνω του, τραβώντας σαρκώδη σκοινιά που καταλήγουν σε νευρικές απολήξεις.
Και όσο και να γυρνάει το κεφάλι πίσω, ακόμα κι αν μπορούσε να το περιστρέψει σαν κουκουβάγια, δεν θα έβρισκε ποτέ τον ανήθικο υποβολέα που του ψιθυρίζει τις επιθυμίες και τα όνειρα που πρέπει να έχει γιατί έχει σφηνωθεί βαθιά μέσα του και καμία χειρουργική επέμβαση δεν θα μπορέσει να τον αφαιρέσει ούτε στο μέλλον. Γιατί η ανίερη ένωση ήρθε με το χαραγμένο στα οστά συμφωνητικό που σε περίπτωση μή τήρησης φέρνει τον θάνατο που διαιρεί το αδιαίρετο της ζωής, στην οποία ενώνεται το κακό με τον λόγο.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Το εγκαταλελειμένο σπίτι

στη πολυσύχναστη λεωφόρο δημιουργούσε μια έντονη αντίθεση. Η πολυκοσμία του έξω που πίεζε το κενό της κατοικίας που, αν και είχε φίλες αριστερά και δεξιά της, παρέμεινε κενή από όταν οι τελευταίοι της άνθρωποι εξαφανίστηκαν μακριά.

Είναι το ίδιο σπίτι που είδα μια νύχτα στο χωριό, σε έναν μοναχικό παράδρομο. Με υπέρθεση κάθισαν η μια στην άλλη και έγιναν μία σε εκείνη τη διάσταση που είναι η πιο πραγματική.
Τότε που το δέντρο με καλωσόρισε με την απαλή κίνηση των γεμάτων φύλλα κλαδιών του. Κάθε φύλο κι ένα πράσινο κρεβάτι για κάποιο κουρασμένο και τρομαγμένο έντομο.

Είναι το ίδιο σπίτι που βρήκα, διασχίζοντας ένα φαρδύ πεζοδρόμιο με ένα ποδήλατο που δανείστηκα από ένα όνειρο. Εκεί και τότε που δεν ήταν άδειο ακόμα, εκεί και τότε που πήγα εκεί να κουρευτώ και μετά έκανα το λάθος να μαλώσω χωρίς μαλλιά.

Στο μέλλον του, στο παρόν μου, στο τώρα οι τοίχοι του σπιτιού εκείνου κατέρρευσαν και τα έπιπλα φαγώθηκαν από την υγρασία, τη μούχλα, το σκόρο και τους τερμίτες.
Μόνο ένα τραπέζι αγνοούσε τη κυριαρχία της φθοράς που σαν κινούμενη άμμος ρούφηξε ρυθμικά το σπίτι στη ραγισμένη της κλεψύδρα που έχανε στιγμές. Φτιαγμένο από επιδέξιο, ευλύγιστο χέρι που προμηθεύτηκε το ξύλο από ένα αγέραστο δάσος κι ένα μυώδες, κοντό χέρι.

Πάνω στο τραπέζι ένα κομμάτι πάγου από αρχαίο νερό, οι μνήμες του για πάντα αποθηκευμένες εκεί μέσα.
Και μόνο όταν με ένιωσε, άρχισε να λιώνει και μετά να εξατμίζεται, με κάθε εισπνοή και νέες εικόνες από τα πολύ παλιά.

Σε έναν μόνιμα φουρτουνιασμένο ωκεανό με σκούρα νερά, ενός κρύου πλανήτη με καταρρεύσαν άστρο, οι κρύες γλώσσες του ανέμου γλείφουν την επιφάνεια σχηματίζοντας αφρώδη κύματα, σαν ένα μακρύ, ξεδιπλωμένο χέρι που χαϊδεύει το κεφάλι ενός πρόωρα γερασμένου παιδιού.

Τα κύματα σκάνε με ορμή στο τέλος του, τη βραχώδη ακτή με τα παραλληλόγραμμα και άδεια κτίσματα που ακόμη περιμένουν ένα πλοίο. Σκέφτηκα πως τα κτίσματα έγιναν από τα ίδια βράχια που εμπόδιζαν κάθε ζωή να στεριώσει στην αφιλόξενη ακτή των ανέμων, από φολιδωτά, αδάχτυλα χέρια που αργότερα βυθίστηκαν για πάντα.

Σε εκείνο το σπίτι, επέλεξα να κοιμηθώ στο πάτωμα ενός άλλου δωματίου. Στην αρχή σκέφτηκα να ξαπλώσω στο τραπέζι αλλά ήταν βρεγμένο, μετά κάπου γύρω από το τραπέζι αλλά και το πάτωμα είχε γεμίσει νερό που, ανακατεμένο με σκόνη σχημάτιζε ανθρώπους.
Έτσι πέρασα από έναν τρύπιο τοίχο στο διπλανό δωμάτιο και αιωρήθηκα δίπλα στο παράθυρο για να ξυπνήσω στην ακτή, ίσως να το άφησα ανοιχτό και χωρίς άγκυρα να παρασύρθηκα.

Δεν ήξερα πώς να γυρίσω και το καράβι ακόμα λείπει.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Όταν πέφτω να κοιμηθώ

και καλύπτω με το λεπτό δέρμα των βλεφάρων μου τα μάτια μου, εκείνων των βλεφάρων που όταν τα κλείνω κοιτάζοντας τον ήλιο αφήνουν να διαφανεί ένα φωτεινό περίγραμμα με σκοτεινή γέμιση.
Οι σκέψεις κολυμπάνε στην περιφέρεια της όρασης, διαλύοντας το πλεκτό των αναμνήσεων της ημέρας σαν βάρκες που μεταφέρουν ψήγματα εαυτού.

Και καθώς η πλημμυρίδα γεμίζει το κεφάλι μου, χάνω το ατομικιστικό εγώ και μέσα στο υγρό της νύχτας αποκτώ μια πιο αόριστη και ευρύτερη υπόσταση.
Γεμίζοντας εκείνον τον χώρο των ονείρων που οι ζωντανοί επισκέπτονται προσωρινά τις μόνιμες κατοικίες που ανήγειραν εκεί οι νεκροί από το σκοτεινό, υγρό χώμα την αποσύνθεση του οποίου εισπνέουν τα σκουλήκια.

Και για λίγο μόνο, αποκτώ την ιδιότητα που είχα πριν γεννηθώ, γίνομαι ο κόσμος, η ανθρωπότητα. Τα πάντα και τίποτα.
Βλέπω και ακούω μέσα από όλα τα μάτια και τα αυτιά και όλες αυτές οι εικόνες ανακατεμένες σχηματίζουν το τίποτα μέσα από το πρίσμα εκείνης της εμπειρίας.
Από πρώτο πρόσωπο, περνάω σε πανοραμικό τρίτο καθώς τα νέφη παγώνουν τα βρεγμένα από τα βάθη του ωκεανού μαλλιά μου λίγο πριν ο ήλιος τους δώσει ένα λευκό χρώμα αφήνοντας το αλάτι πάνω τους.

Για εκείνες τις λίγες στιγμές που χάνω τον εαυτό, βρίσκομαι στη θέση του παρατηρητή. Σκέφτομαι και ακούω όπως όλοι μαζί, νεκροί και ζωντανοί που πέρασαν από αυτό εδώ το σημείο του διαστήματος.

Και είναι η επιστροφή στον εαυτό όταν ξυπνάω, πρωί αν είχα ήρεμο ύπνο ή από τους ψιθύρους της νύχτας που αναλαμβάνει να διατηρήσει το σώμα ενώ η συνείδηση απέχει.
Η επιστροφή που προκαλεί τη μεγάλη θλίψη για την απώλεια του τίποτα που ήμουν πριν γίνω.

Δανείζοντας το ειδικό στο γενικό, δανείζομαι προσωρινά την ιδιότητα του γενικού να βρίσκομαι παντού, συνεχώς. Και μόνο τότε ο χρόνος με όλες τις πιθανότητες φαντάζει σαν ένα πιάτο με κουλουριασμένα μακαρόνια.
Και μόνο ξυπνώντας, χάνοντας την ιδιότητα του γενικού τον βλέπω ξανά γραμμικά μέσα από την περιορισμένη οπτική του προσώπου.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Το όνομα και η σημασία του στη διαμόρφωση του εαυτού.

Κάποιος που έχει την ατυχία να γεννηθεί σε αυτόν τον πλανήτη, από τα πρώτα πράγματα που θα του φορτωθούν θα είναι το όνομα.
Οι κηδεμόνες, αναγνωρίζοντας το μπέρδεμα που θα επικρατούσε αν όλοι αποκαλούσαν όλους εσύ ή άνθρωπε, θα ονοματίσουν το νέο πλάσμα νωρίς, τόσο νωρίς που δεν θα έχει σχηματιστεί ακόμα ο νους του.

Κι αν στη περίπτωση του ανθρώπου το βάρος του ονόματος έχει ένα κάποιο νόημα γιατί είναι ικανός να το κατανοήσει, στα ζώα είναι εντελώς άχρηστο. Μια προσπάθεια εξανθρωπισμού, όπως το καλόπιασμα των φουρτουνών και των ηφαιστείων.
Για να φανεί και ίσως να γίνει πιο φιλόξενος αυτός ο κόσμος.

Μαθαίνοντας να ακούει το όνομα συχνά και συνδέοντάς το με τον εαυτό του, μια σύνδεση που αρχικά κάνουν μόνο αυτοί που δίνουν το όνομα, το ον αποκτά την ψευδαίσθηση της ταυτότητας.
Ο καναπές θα ήταν καναπές ακόμα και αν δεν τον αποκαλούσαμε έτσι, ίσως στη περίπτωσή του βοηθάει ότι είναι απλώς ένα επεξεργασμένο κουφάρι δέντρου.

Όταν ούτε τα μεγαλύτερα φυτά δεν έχουν ψήγμα συνείδησης, είναι πιο εύκολο να τα υποβιβάσουμε στη σφαίρα των αντικειμένων που φυτεύτηκαν εδώ για την εξυπηρέτησή μας.

Μαθαίνοντας να αποκρίνεται στο όνομά του, αποδέχεται και τις προσδοκίες που έρχονται με αυτό. Και αγωνιζόμενο να τις δικαιώσει, αρχίζει να χτίζει τον εαυτό του.
Όχι ως προέκταση του νου αλλά μια απλή εφαρμογή σχεδίων που δόθηκαν από έξω.
Ίσως βέβαια δεν θα έπρεπε να υποτιμάει κανείς την ικανότητα χτισίματος, γιατί όταν το κάνει φανερώνει τη ζήλια του που πηγάζει από την αποτυχία του να κάνει το ίδιο.

Και καταλήγει όχι απλώς να πιστεύει ή να θεωρεί, αλλά να γνωρίζει αναμφίβολα και αδιαμφισβήτητα πως το όνομά του είναι αυτός, και πως αυτός είναι το όνομά του.
Ότι ακόμα και αν δεν τον αποκαλούσαν καναπέ, πάλι θα είχε τη λειτουργία ενός καθιστικού.

Υποτιμάει, αγνοεί ή εθελοτυφλεί μπροστά στη δύναμη της υποβολής, της κατήχησης, του φυτέματος της ιδέας ενός εαυτού που άλλοι οραματίστηκαν για αυτόν.
Και αν κάποτε καταφέρει να δει μέσα από το άδολο, μέχρι και αγαθοεργό ψέμα και έλθει σε ρήξη με τον ψεύτικο εαυτό, αυτό θα είναι αργά.

Γιατί θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα της κατεδάφισης της ζωής που μέχρι τότε νόμιζε πως θα ζήσει και όχι πια στην οικοδόμηση αλλά στο σκάψιμο ενός λαγουμιού για να περάσει αναρρώνοντας τις στιγμές που του απέμειναν.

Ονομάζοντας πράγματα οργανώνουμε σε τάξη το χάος που μας περιβάλλει και διευκολύνουμε τις ζωές μας. Όχι επειδή η τάξη έχει μια εγγενώς ανώτερη αξία από το χάος αλλά γιατί η αδύναμη φύση μας, μας επιβάλλει να ζούμε σε τάξη αν θέλουμε να κρατήσουμε τη φλόγα του νου από το να μας καταβροχθίσει, γινόμενη πυρκαγιά και οδηγώντας μας ξανά στο πρωτογονισμό.

Και ονομάζοντας ανθρώπους, ρίχνουμε μέσα από μια χοάνη όλα τα όνειρα και τις ελπίδες που τρέφουμε για αυτούς, ή που θα θέλαμε για εμάς αλλά δεν αποκτήσαμε.
Και συμβάλλουμε στη δημιουργία της ψευδαίσθησης του εαυτού.

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Θα συζητηθεί

Η λίστα πραγμάτων που πρέπει να συμπληρώνεις για να θεωρείσαι άνθρωπος έχει μεγαλώσει αρκετά από τότε που σχηματίστηκε αυτό το ζώο.
Αν από τα δέκα σου έλειπε το ένα, δεν ήσουν και τόσο καλός άνθρωπος. Αν σου έλειπαν παραπάνω από τα μισά, ήσουν κακός.

Με τον καιρό τα δέκα έγιναν είκοσι. Περισσότερες απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν από τη περιπλοκή που πήρε η ζωή χάρη στη πρόοδο.
Έτσι που για τον άνθρωπο των δέκα, ο άνθρωπος των είκοσι να φαινόταν υπεράνθρωπος και για τον άνθρωπο των είκοσι, ο άνθρωπος των δέκα να φαίνεται υπάνθρωπος.

Κανείς τους δεν θα είχε δίκιο κι ούτε άδικο αν με κάποιον τρόπο κατάφερναν να συναντηθούν και να διαφωνήσουν.
Η σταθερά άνθρωπος περιλαμβάνει όλες τις αυξομοιώσεις της λίστας.

Για αυτό δεν θέλω έννοιες όπως υπεράνθρωπος ή άνθρωπος2 για τον άνθρωπο του αύριο. Το άνθρωπος αρκεί για να περιγράψει αυτό που αποζητά.

Αναρωτιέμαι αν η προσκόλληση στις ιδέες είναι που κάνει τον άνθρωπο ή η χρήση τους από αυτόν που τον κάνει αυτό που είναι.
Είναι λογικό άραγε να κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία όντων δυο εκ των οποίων μόνο ο ένας έχει ιδέες και πλάθει το σώμα του με αυτές, για να τις υπηρετεί το σαρκίο με οστέινη γέμιση ή που βάζει τις ιδέες να υπηρετούν το σώμα του.

Νομίζω ότι αυτή ακριβώς η προσκόλληση στα ιδανικά ήταν που άρχισε να ορίζει τον άνθρωπο. Δεν αναφέρομαι στην άσκοπη προσκόλληση στη λίστα αλλά στο δεσμό μεταξύ του νου και της ιδέας, σε εκείνη την ένωση βρίσκεται ο άνθρωπος του αύριο.
Ο σημερινός πίθηκος μπορεί μόνο να γίνει πιο έξυπνος, πιο δυνατός και πιο γρήγορος. Απλώς μεγεθύνει υπάρχοντα χαρακτηριστικά, δεν δημιουργεί νέα.

Και η μετάβαση στον άνθρωπο του αύριο, τον άνθρωπο2, τον υπεράνθρωπο απαιτεί το σχηματισμό νέων χαρακτηριστικών. Ένας εμπλουτισμός της λίστας με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταστεί δυνατή η μελλοντική μεταβολή της.

Δεν σταματώ την ανάπτυξη, φτιάχνω ένα επιτρεπτό πλαίσιο έξω από το οποίο υπάρχει μόνο η αγριότητα που δεν ανήκει στον άνθρωπο.
Ο ανεξέλεγκτος εμπλουτισμός της λίστας μπορεί να φέρει και αρνητικά όπως και η ελάττωση των απαιτήσεων για αξιοπρέπεια.

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Βουτιά στο διάστημα

Ήταν μια ήσυχη νύχτα με καθαρό ουρανό και το χλωμό φως των άστρων σχημάτιζε έντονη αντίθεση με το διαστημικό σκότος. Το φεγγάρι ήταν μεγάλο και λαμπερό, λειτουργώντας ως ο ενδιάμεσος ενός φωτεινού μονοπατιού που ένωνε τη γη με τον ήλιο.

Οι συνθήκες ήταν σπάνιες αλλά όχι πρωτόγνωρες. Το μακρινό κάλεσμα ήταν πάντα πιο δυνατό στις συγκεκριμένες συγκυρίες αλλά η δεξαμενή του κουράγιου μου γέμιζε πολύ δύσκολα.

Διστακτικά ανέβηκα στο ψηλότερο κοντινό βουνό, περιμένοντας τη στιγμή της τροχιάς του φεγγαριού που το έφερνε στη κοντινότερη θέση προς τη γη και δειλά έδωσα μια σπρωξιά με τα πόδια μου στη βουνοκορφή για να εκτοξευτώ ψηλά και να πιαστώ από το φεγγάρι.

Άγνωστοι, ξαφνικοί κι αναίτιοι διαστημικοί άνεμοι με παρέσυραν πριν προλάβω να προσεληνιστώ και έχασα τις αισθήσεις μου για λίγο αν και μάλλον σε χρόνο γης ήταν για πολύ.

Ξύπνησα μπροστά από ένα βουνό, όχι πολύ διαφορετικό από εκείνο που σκαρφάλωσα για να φτάσω στη σελήνη. Μπροστά μου ανέβαινε ένα ευθυτενές μονοπάτι που το περιστοίχιζε ένα δάσος.
Πρόσεξα πως ήμουν ξυπόλυτος, κάτι που ενίσχυσε την υποψία μου πως βρισκόμουν σε άλλη μια περιπέτεια που ξεκίνησε επειδή υπνοβατούσα.
Ποια ήταν η δύναμη που με σήκωνε και με τραβούσε όταν ο νους προσωρινά έβγαινε από το σώμα για να επισκεφτεί την αρχική του εστία.

Για καλή μου τύχη το μονοπάτι, που έμοιαζε με ζώνη πυρασφάλειας, ήταν στρωμένο με ψιλή άμμο σαν αυτή που συναντάται σε παραλίες ή ερήμους, την κατάσταση των παραλιών δηλαδή μόλις εξατμιστεί το αλμυρό νερό.
Ανέβαινα σιγά, θέλοντας να κάνω οικονομία δυνάμεων γιατί δεν ήξερα πόσο θα κρατούσε η ανάβαση, πού θα με οδηγούσε και τί κινδύνους θα συναντούσα.

Δεξιά κι αριστερά μου ξεφύτρωναν, χαοτικά, δέντρα και θάμνοι αλλά ούτε ένα φύλλο, ούτε μια βελόνα μπορούσαν να πέσουν στο μονοπάτι. Κι ούτε ένας κόκκος άμμου δεν παρασυρόταν προς το δάσος.
Μόνο στις άκρες του μονοπατιού το έβλεπα να πασπαλίζει τις πέτρες ανακατεύοντας το ζεστό χρυσαφί χρώμα του με το κρύο λαδί τους.

Ο ρυθμικός ήχος φτυαριών και κασμάδων ακολουθούσε κάθε βήμα που έκανα και δεν πέρασε πολλή ώρα πριν καταλάβω ότι γύρω μου και ανάμεσα από τα δέντρα, σκυφτές, σκούρες, ασπρόμαυρες φιγούρες έσκαβαν λάκκους διαδοχικά, παίρνοντας σειρά η μία μετά την άλλη.

Η ξαφνική τους ανακάλυψη σε συνδυασμό με την αδιαφορία που επέδειξαν στον περίεργο περιπατητή με έκαναν διπλά προσεκτικό.
Κοίταζα μόνο μπροστά, ο λαιμός μου άκαμπτος σαν ξερό κλαδί και μόνο με τις άκρες των ματιών επέτρεπα στις σκυθρωπές φιγούρες να κατοικούν στη περιφέρεια της θολωμένης μου όρασης.

Υπέθεσα πως ήταν από τη δίψα, η ανάβαση κρατούσε πολύ και ο ήλιος εκείνου του πλανήτη, ένας κόκκινος νάνος, έκαιγε πολύ.
Η κλίση είχε αρχίσει να ελαττώνεται και βρέθηκα σε ένα ίσιωμα, ίσως ένα οροπέδιο.
Δεξιά κι αριστερά μου ο χώρος άρχισε να ανοίγει και από το μονοπάτι πέρασα σε ένα κυκλικό ξέφωτο. Αντί για κίονες, υπεραιωνόβια δέντρα κρατούσαν την αόρατη οροφή σταθερή κι ένας άνεμος από τα δεξιά μετέφερε τα φύλλα που έπεφταν, που πριν πέσουν μεταμορφώνονταν σε πεταλούδες που πετούσαν στα αριστερά καθώς οι αράχνες των οποίων οι ιστοί βρίσκονταν στα δέντρα και είχαν διαλυθεί, κρέμονταν ξαφνιασμένες από ίστινες αιώρες.

Η μυρωδιά των χαμολούλουδων φαίνεται να λειτουργούσε όπως ο ζεστός αέρας στα ιπτάμενα μπαλόνια, κρατώντας τις πεταλούδες και τις αράχνες συνεχώς στον αέρα.

Στο κέντρο του κυκλικού χώρου, σε ένα πέτρινο τραπέζι βρισκόταν ανοιχτό ένα βιβλίο που το διάβαζε κάποιος που καθόταν δίπλα, σε ένα πέτρινο κάθισμα.
Φαινόταν λυπημένος και μόλις κινούσε να γυρίσει τη σελίδα το μετάνιωνε αφήνοντας το μακρύ του χέρι να πέσει στη δροσερή πέτρα σαν αμπέλι.

Μου είπε πως πριν ξεκινήσει να το διαβάζει, δεν πίστευε ότι θα του άρεσε όμως έκανε λάθος. Το βιβλίο ήταν τόσο συναρπαστικό και ονειρικό που δεν θα ήξερε τί να κάνει αν το διάβαζε μέχρι τέλους.
Κι έτσι έμεινε στα μισά του, μην μπορώντας να αποφασίσει και μην ξέροντας ποια θα ήταν η σοφότερη δέσμη ενεργειών.

Να το διάβαζε μέχρι τέλους και να περνούσε μια αιωνιότητα στο αθάνατο δάσος με τους δισδιάστατους σκαπανείς με τις αναμνήσεις μιας καλής ιστορίας ή να το άφηνε, φανταζόμενος όλα αυτά τα συναρπαστικά πράγματα που θα μπορούσε να περιέχει η συνέχεια χωρίς βέβαια να τολμήσει να απλώσει το χέρι του για να τα φτάσει ρισκάροντας να τα καταναλώσει και να χαθούν για πάντα από κοντά του.

Κάθισα απέναντι σε άλλη μια πέτρα, ανάμεσα σε όσα έφερνε ο άνεμος και σκέφτηκα μαζί του.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Η μέρα που σταμάτησα να είμαι άνθρωπος

Το πρώτο πράγμα που αντίκριζαν τα ορθάνοιχτα πια μάτια μου ήταν ο κάτασπρος, στη θέα όσων έβλεπε, ουρανός. Εδώ κι εκεί, στον ορίζοντα και παραπέρα πρόσεξα γαλανές σχισμές, παράθυρα ελπίδας σε ένα νωθρό προσωπείο.
Οι σχισμές όλο και μίκραιναν, θα τα σκεπάζει το λευκό σκέφτηκα, αλλά τα ανθρώπινα μάτια μου δεν μπορούσαν να τις δουν το ίδιο καλά καθώς απομακρυνόμουν από τον ουρανό.
Έπεφτα με αυξανόμενη ταχύτητα και τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την πτήση μου προς τα βράχια, τα χώματα και τα φυτά που φάνταζαν ασήμαντα από ψηλά.

Καθώς πλησίαζα το πλανήτη όλο και περισσότερο, ήρθαν να με προϋπαντήσουν ήχοι και μυρωδιές. Η πρωτόγνωρη αίσθηση του κρύου απόσπασε τη προσοχή μου από τους κρωγμούς και την οσμή ξεραμένων φυτών που είχανε καεί.
Αναρωτήθηκα αν άρχισα να κρυώνω επειδή είχε επιστρέψει η ζέστη στο σώμα μου, ένα νέο σώμα που δεν αναγνώριζα πια κι ένα σώμα που σιχαινόμουν.

Με κόπο έστριψα το λαιμό μου για να εντοπίσω τη τοποθεσία της προσεδάφισής μου. Ένας βράχος, σαν κεφάλι δράκου, με μικρές κοφτερές προεξοχές, σαν ανόμοια κέρατα στο κεφάλι του ερπετού.
Ετοιμάστηκα για πόνο σφίγγοντας τις γροθιές μου μόλις προσέκρουσα στα απομεινάρια μιας σκηνής.

Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ήδη κατεστραμμένη ή αν εγώ είχα φέρει τη συντριβή της σφραγίζοντας τη μοίρα πιθανών κατοίκων της.

Ο πόνος με έκανε να τυλιχτώ στη σκηνή ενστικτωδώς, ο καπνός από τα απομεινάρια της διπλανής φωτιάς έφευγε με βιασύνη με τη συμβολή του ανέμου, δίνοντάς την εντύπωση επείγοντος μηνύματος.
Η συνείδηση χάθηκε και την επόμενη φορά που άνοιξα τα μάτια, ήμουν ακόμα τυλιγμένος στη σκηνή με ένα κομμάτι του δεξιού μου χεριού να λείπει.
Δεν ήμουν σίγουρος αν το είχα καθώς έπεφτα και κάποιος αετός είχε αποφασίσει να δοκιμάσει μια μπουκιά.

Η εικόνα, σαν διακόπτης, σαν καταλύτης μεγέθυνε τον πόνο μου και μαζί ήρθαν οι παραισθήσεις.
Οι φορές που άνοιγα κι έκλεινα τα μάτια ήταν περισσότερες κι από τις εμφανίσεις του ήλιου ανάμεσα στα σύννεφα που φαινόταν να ταξιδεύουν σε όλες τις κατευθύνσεις.

Και όσο προσπαθούσα να καλύψω το πρόσωπο με τη σκηνή, τόσο ο άνεμος προσπαθούσε να με ξεσκεπάσει.
Και αν τη πρώτη φορά το σβήσιμο των φώτων με βοήθησε να ξεχάσω τον πόνο, τις επόμενες, ακόμα κι όταν κατάφερνα να νικήσω τον άνεμο στο παιχνίδι της κουβέρτας, το αποτέλεσμα εξασθενούσε.
Με τον ίδιο τρόπο που μια πράξη δεν προκαλεί την αρχική συγκίνηση και τότε το υποκείμενο την επαναλαμβάνει με μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα για να αποκομίσει την αρχική εμπειρία που συνεχώς νοθεύεται από την επαναληψιμότητα.

Και ο θαυμασμός του παρατηρητή προς τις γενναίες πράξεις πηγάζει από την άγνοια του κινήτρου τους. Αν ο γενναίος μπορούσε να πάρει το ίδιο αποτέλεσμα από λιγότερο ριψοκίνδυνες πράξεις θα το έκανε ανενδοίαστα.
Πόσο θα ήθελε ο γενναίος να διαγράφονται οι αναμνήσεις του κάθε μέρα για να βιώνει με την ίδια φρεσκάδα την ίδια αρχή κάθε μέρα.

Οι κρίσεις πανικού και ο στριφογυριστός πόνος πρέπει να σταμάτησαν όταν σκοτείνιασε πια. Η τέφρα ανέδυε ένα αδύναμο φως που σχημάτιζε έναν κύκλο. Γυρνώντας τον λαιμό μου τα πρησμένα μάτια μου έπεσαν σε μια επιγραφή, σε μια από τις λίγες λείες επιφάνειες εκείνου του βράχου.
"29ΝΕ52ΒΑ"
Το αδύναμο φως ακολουθούσε η ακόμα πιο αδύναμη θερμότητα, φαινόταν μάλιστα ότι η φωτιά ή ό,τι απέμεινε από αυτή, είχε αρχίσει να απορροφάει ζέστη για να επιστρέψει στη πρότερη δόξα της.
Τα νύχια του αριστερού μου χεριού ήταν τουρκουάζ, σαν τους παγετώνες ξεχασμένων πλανητών χωρίς τροχιές και χωρίς άστρα.
Το δεξί μου χέρι έλειπε, μόνο βράχο μπορούσα να δω στη θέση του. Ίσως να έφταιγε ότι η αναπτυσσόμενη φλόγα ήταν στα αριστερά μου και δεν έβλεπα καλά.

Κοιμήθηκα ξανά, αυτή τη φορά απαλλαγμένος από φόβο και πόνο και αγωνία. Με τα μάτια κλειστά, αισθανόμουν ένα οικείο κι άγνωστο κάλεσμα που με γέμιζε ανακούφιση κι ας μην ήξερα γιατί.

Ξύπνησα ξανά για να αντικρίσω τον πρωινό ωχρό ουρανό που με είχε καλωσορίσει χθες. Δεν μπορούσα να κουνήσω το σώμα μου καθόλου από το λαιμό και κάτω και η σκηνή είχε χαθεί. Ίσως την παρέσυρε τελικά στα σαγόνια του ο άνεμος, έπειτα από μια ολονύχτια πάλη με το αριστερό μου χέρι.

Ένιωθα και ήμουν κομμάτι του βράχου πια, άλλο ένα καθίζημα μιας πέτρινης κοιλάδας. Η μέρα που σταμάτησα να είμαι άνθρωπος ήταν η μέρα που έγινα ένας.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Αθέατη ψεκάδα

Βρισκόμουν ξανά στο γνώριμό μου μονοπάτι. Ο λιτός στολισμός που οφειλόταν στην εποχή και η μικρή απόσταση που μου επέτρεπε να δω η ομίχλη, δεν αρκούσαν για να ξεγελάσουν τη μνήμη μου.

Σταγονίδια που αιωρούνταν στην ομίχλη, σαν νερό στο διάστημα, κάθονταν να ξαποστάσουν στα αδιάβροχα ρούχα μου, σχηματίζοντας ρυάκια που κατέβαιναν στα πάνινα παπούτσια μου κάνοντάς με να μοιάζω με στοιχειό του νερού, περιπλανώμενο στην ομίχλη σε αναζήτηση κάποιου ανθρώπου για να τον σύρω στον αποκρουστικό μου κόσμο.

Η ομίχλη ήταν τόσο παχιά που έπνιγε κάθε ήχο. Καθώς πορευόμουν με το δυναμικό κι επιθετικό αριστερό μου πόδι και με το διστακτικό δεξί, το ένα βήμα κρούσμα σε κύμβαλο και το άλλο απαλό σούρσιμο στην άμμο.
Μέχρι και το θρόισμα των κουδουνιών που είχαν απομείνει στα δέντρα που φύτρωναν ανάμεσα στα μουντά κτίρια με προσόψεις καλυμμένες από βρύα, δεν ακουγόταν πια.

Ήταν σαν η ομίχλη να απορροφούσε κάθε ήχο και να τον έστελνε αλλού, αν και δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν σε ένα άλλο μέρος του δικού μας κόσμου ή κάποιου άλλου.

Οι καμινάδες των κτιρίων κάπνιζαν με καπνό ίδιο στο χρώμα με της ομίχλης, σαν μια τεχνητή μέθοδος γεμίσματος εξέδρας πριν τη συναυλία ή σε σκηνικό γυρίσματος ταινίας τρόμου.
Μόνο η μυρωδιά ξεχώριζε τη μία λευκή αέρια μάζα από την άλλη.

Και η μυρωδιά ήταν το μόνο που ενίσχυε εκείνη η ομίχλη. Μπορούσα να μυρίσω τα έλατα, το μαλακτικό των ρούχων των άλλων περαστικών. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τη μύτη, σαν να την είχα ψεκάσει με δεκάδες αποσυμφορητικά.

Ένιωσα να ιδρώνω, κι ας βρισκόμουν στη καρδιά του χειμώνα, σε εκείνον τον γνώριμο δρόμο.
Και για πρώτη φορά σε αυτό το πλανήτη, αποδέχτηκα το χειμώνα. Με τα κρύα και το σκοτάδι του, σαν μια εποχή που συμπληρώνει τις υπόλοιπες τρεις αντί να μου τις στερεί για όσο κρατούσε.

Ο κόσμος ο ίδιος φυσικά παρέμενε ξένος, θα χρειαζόταν πολλά περισσότερα για να τον αποδεχτώ κι αυτόν. Το ανατρίχιασμα σε κάθε απόπειρά μου να τον δω κατάματα και να τον αγκαλιάσω, επέστρεψε και κούμπωσα ξανά το αδιάβροχο.

Από απέναντι παρατήρησα μια σκοτεινή σιλουέτα να κινείται αργά, τρικλίζοντας με μελωδίες ανείπωτων τραγουδιών.
Ο αριστεροπόδαρος βηματισμός παραδόθηκε στο επιφυλακτικό και κάποιες φορές υπερπροστατευτικό δεξί. Στην ασπίδα με σταυρό που είχα στην επιγονατίδα.

Και τότε είδα το καρότσι να κυλάει μόνο του, σαν κάποιος αέρας που δεν διατάρασσε την ομίχλη να το καθοδηγούσε ομπρός μου.

"Κοίτα μέσα", ακούστηκε μια χαιρέκακη φωνή στη λευκή σιωπή της ομίχλης, η ώχρα της χροιάς της ακόμα να τρεμοπαίζει στα μάτια μου."Κοίτα, και θα ανταμειφθείς", προσέθετε χασκογελώντας.

Με κόπο κράτησα το κεφάλι να κοιτάζει μπροστά κι ας προσπαθούσαν τα μάτια να στρίψουν δεξιά. Με σίγουρο βηματισμό συνέχισα να βυθοκορώ μακριά από το μυστήριο εκείνο κατασκεύασμα.

"Κοίτα", ακούστηκε ξανά να ουρλιάζει σπαρακτικά αλλά είχα ήδη απομακρυνθεί από την έλξη του πειρασμού που εξέπεμπε, από την απορροφητική του θανατερή αύρα. Και τότε άκουσα δυο πόδια να προσγειώνονται στο έδαφος, πέφτοντας άτσαλα από το καρότσι.
Και με την άκρη του ματιού μου είδα το μικρό πλάσμα να του δίνει ξανά φόρα πριν ένα κοράκι το πιάσει και το ρίξει μέσα ξανά, περιμένοντας να ξεγελάσει τον επόμενο διαβάτη.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Δρομολόγιο χωρίς επιστροφή

Ανοίγοντας δειλά τα μάτια μου για να συναντήσω το πρώτο φως της ημέρας που βιαίως ενοχλούσε τις κόρες μου μαζί με το κρύο που σαν αμέτρητα μικροσκοπικά έντομα προσγειωνόταν σε κάθε σπιθαμή ακάλυπτου δέρματος συνάντησα το χώρο που με φιλοξένησε καθώς κοιμόμουν.

Ήταν μια στάση λεωφορείου, από τις καλές. Μια μεταλλική κουκούλα προστάτευε τους μελλοντικούς επιβάτες από τις βροχές, το πόσο συχνές ή έντονες ήταν ήταν κάτι που μου διέφευγε. Δεν ήξερα το κλίμα της βουνίσιας αυτής περιοχής στην οποία είχα βρεθεί. Κρίνοντας από το χρώμα που είχε πάρει ο ήλιος σε συνδυασμό με το κρύο, θεώρησα πως πρέπει να ήταν χειμώνας.

Οι μόνοι ήχοι προέρχονταν από τον άνεμο που σφύριζε καθώς ελισσόταν ανάμεσα στα χόρτα κυνηγώντας τα θορυβώδη πουλιά που κυνηγούσαν τα γεύματα της νέας ακόμα ημέρας.
Μα και στη στάση ήμουν μόνος, δεν φαινόταν να υπάρχει κόσμος.

Η μυρωδιά καύσιμου με ξύπνησε οριστικά από την μισολιπόθυμη κατάστασή μου, σαν το εκτυφλωτικό φως της αστραπής που σε ειδοποιεί να κλείσεις τα αυτιά σου. Μόνο που εγώ ενστικτωδώς έψαξα την τσέπη μου για ψιλά και προς απογοήτευσή μου δεν βρήκα τίποτα. Είχα αρχίσει να αγχώνομαι προσπαθώντας να βρω δικαιολογίες κι επιχειρήματα για να ταξιδέψω δωρεάν.

Όταν λοιπόν το άδειο λεωφορείο σταμάτησε ακριβώς μπροστά από την στάση, αγνοώντας με που είχα σταθεί πριν από αυτή, έτρεξα μέσα για να συναντήσω ένα πραγματικά άδειο λεωφορείο, δεν είχε ούτε οδηγό. Πρέπει να ήταν από εκείνα τα αυτόματα ή στοιχειωμένα. Και οι δυο περιπτώσεις με βόλευαν αφού γλίτωνα την αγορά εισιτηρίου τελικά.

Πηγαίνοντας στη δεξιά πλευρά κοντά στο παράθυρο είδα το εκδοτήριο εισιτηρίων. Είχε μια σχετικά μεγάλη οθόνη με την επιγραφή "ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ".
Δεν ήξερα αν είχα ακόμα μία κι έτσι κάθισα για να συνεχίσω τον ύπνο μου, ελπίζοντας ο προορισμός μου να ήταν πιο επεξηγηματικός ως προς την κατάστασή μου.

Η ασθματική ατμομηχανή έθεσε σε κίνηση το μεταλλικό κατασκεύασμα σπαταλώντας ενέργεια για την μεταφορά ενός λαθρεπιβάτη. Οι κύλινδροι και τα γρανάζια και οι άξονες, όλα τα τμήματα του μηχανισμού συνεργάζονταν αρμονικά για να γυρίσουν τα λάστιχα που μας κατεύθυναν στο μέρος δίχως γυρισμό.

Σε εκείνο το καταπράσινο οροπέδιο, τη θέση των δέντρων αριστερά και δεξιά του δρόμου είχε πάρει ένα δάσος αμέτρητων πυλώνων που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, σαν χορός ακίνητων γιγάντων με ενωμένα χέρια και πόδια ριζωμένα στη γενέτειρά τους.
Η κάποτε στιβαρή τους κορμοστασιά ήταν ο φάρος ενός απαστράπτοντα μέλλοντος αλλά ο χρόνος είχε φέρει την σκουριά, υποβιβάζοντάς τα σε ωραιοποιημένους ανεμοκόφτες.

Το λεωφορείο άφησε το κύκνειο άσθμα του σε ένα Ταυ που σχημάτιζε ο δρόμος. Η παραλίγο διασταύρωση, ένα ακέφαλο ανθρωπάκι με χέρια που εκτείνονται στον ορίζοντα και κορμί που σε κάποιο σημείο του ίσως να φιλοξενεί πόδια, ίσως και όχι.

Στη δεξιά μασχάλη μια ακινητοποιημένη νταλίκα περίμενε την σκουριά να τελειώσει το έργο της καταλαμβάνοντας την ακόμα φρεσκοβαμμένη καμπίνα της.

Εκεί βρήκα την πρώτη άνθρωπο σε εκείνη μου την περιπέτεια. Και με μια προσεκτικότερη ματιά παρατήρησα όλες τις πράσινες σκηνές ολόγυρα. Ήταν άνθρωποι, σαν εμένα, που είχαν καταλήξει εκεί. Άγνωστο αν πούλησαν τις ψυχές τους ή τις έχασαν και ήταν εκεί για να τις βρουν.
Θα γινόμασταν όλοι λίπασμα για το χορτάρι επειδή ξυπνήσαμε σε ένα όνειρο που δεν ήταν δικό μας, επειδή ήμαστε μαθημένοι να συνδέουμε τις στάσεις με τα λεωφορεία, γιατί νομίζαμε ότι κάθε ταξίδι πρέπει να έχει προορισμό.
Αλλά δε σκεφτήκαμε ποτέ, και δεν υποψιάστηκε κανείς το πόσο ακριβό αποδείχτηκε το εισιτήριό μας για την καταστροφή.