Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Μόνος στο σπίτι

Τα βράδια δεν άλλαξαν. Ξαπλώνω και τυλίγομαι, πλάθω το στρώμα με το σχήμα μου, μια προσωρινή σαρκοφάγος.
Το μονότονο βουητό του υπολογιστή δεν βοηθάει και τον κλείνω. Δεν έχω ανάσα να συγχρονίσω τη δική μου. Και την συγχρονίζω ακούγοντας τον εαυτό μου. Μια άσκηση υπομονής.

Δεν ξέρω τί να κάνω με τα χέρια μου και τα αφήνω αμήχανα να ταλανίζονται σαν άχυρα που χορεύουν στο νοτιά. Ο ύπνος δεν είναι το δύσκολο, όχι. Με τα βήματα που δεν ανήκουν σε κανέναν, με τα κλαδιά που μαστιγώνουν τους τοίχους και που χαράζουν τα παραθυρόφυλλα.
Με το περιστασιακό πέρασμα κάποιου νυκτόβιου οδηγού που επιστρέφει από διασκέδαση ή ξεκινάει τη βάρδια του ή την έχει τελειώσει και γυρίζει στην εστία του.

Δύσκολα είναι τα πρωινά που ξυπνάς με οικείες φωνές που δεν ακούγονται πια. Που τρως καί τις μερίδες που κανονικά δεν θα περίσσευαν. Η μόνη χαρά το μεσημέρι με την ισόποση απόσταση από το πρωί και τη νύχτα.
Με το φως μιας διαστημικής σόμπας που με βοηθά να ξεχάσω, έστω και για λίγο, το σκοτάδι που θα ξανάρθει μόλις αυτή η σφαίρα συνεχίσει το ταξίδι της.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες και τα καταθλιπτικά ηλιοβασιλέματα. Η πιο τραγική στιγμή που σηματοδοτεί την έναρξη της αγωνίας. Τα άγχη σαν χείμαρροι έρχονται από αόρατα αυλάκια στον αέρα και κατεβαίνουν στον εγκέφαλο, απρόθυμο λήπτη δεδομένων σε γραμμή υψηλής ταχύτητας.
Κρυπτογραφημένες πληροφορίες που εγκαθιστώνται, πεταμένες σαν σε χωματερή που δεν θα τις ανακυκλώσει ποτέ.

Ένα τέτοιο βράδυ συνέβη και η ιστορία μου. Πιο ήρεμο από ότι συνήθως και με λιγότερα άγχη από ότι συνήθως, ήταν τελικά ένας τρόπος για το σύμπαν να ισορροπήσει την ταραχή που ερχόταν.
Το χτύπημα στο παράθυρο σαν τότε που ξεχνούσε τα κλειδιά κι έπρεπε να ξεκλειδώσω. Το αγνόησα, θα ήταν κάποιο σπουργίτι που επέστρεφε από διασκέδαση ή πήγαινε για έντομα ή επέστρεφε από κυνήγι στη φωλιά του.

Τα ζεύγη χεριών μου, σαν άχυρα στο νοτιά κρατούσαν μακριά ένα κουνούπι που ξεγλιστρούσε από το υπερηχητικό μου χειροκρότημα.

Και χτύπησε η πόρτα, τρεις φορές και μετά παύση. Τρεις φορές κάθε μερικά λεπτά. Δεν μπορεί να ήταν το κούριερ, ερχόμενο να ανακοινώσει τη νίκη σε κάποιο μακρινό μέτωπο. Όχι δεν παρήγγειλα κάτι τέτοιο.

Ένα σχεδόν υπνωτικό χτύπημα που έδιωχνε τα άγχη. Το κακό που ξορκίζεται στο ξύλο. Με βοηθούσε και με τις αναπνοές αλλά αντί να κοιμίσει αφύπνιζε.

Με ανανεωμένη ενέργεια, ενέργεια που δεν προερχόταν από το φαΐ που δεν έφαγα πήγα να ανοίξω.

Στη πόρτα ήμουν εγώ. Μου είπα για όσα είχα δει καθώς γύριζα στον πλανήτη. Μέρη απάτητα που έπρεπε να μείνουν έτσι, σεντόνι χιονιού σε τεράστιες κρεβατώδεις κοιλάδες. Μου είπε για μάτια σε απόμερες ρεματιές, στις σκιές ιτιών.

Μάτια που μέρες δεν θα θωρήσουν
μάτια που νύχτες ανοίγουν με πείνα
που βλέπουν τα άστρα με νόστο και πόθο
μάτια της γης, εξωγήινα όντα

που θωρούν γαλαξίες, καθρέφτες τους είναι
το μέλλον, παρόν, παρελθόν θα προβάλλουν
περιμένοντας μάτια να 'ρθούνε ξανά

Με καληνύχτισα και αφού μου έδωσα προμήθειες για τη συνέχεια του ταξιδιού μου, κλείδωσα τη πόρτα και κοιμήθηκα ξανά. Για πρώτη φορά η ομπρέλα των ιστοριών που άκουσα διέκοψε την ροή δεδομένων και για πρώτη φορά ονειρεύτηκα, κατάφερα να ονειρευτώ τον αγαπημένο μου εφιάλτη.