Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Περί τέλους

Η βιοπάλη με λαξεύει όπως ο ωκεανός με τα αμέτρητα κύματα κάθε άτυχο βράχο που βρίσκεται στο διάβα του. Αυτή η καθημερινή εξαντλητική ρουτίνα που δεν με εγκαταλείπει ούτε τη νύχτα και με επισκέπτεται ως άγχος για την επόμενη φορά που θα την συναντήσω.

Με κρατάει, ως μικρό καντήλι που δροσίζει σε μια ζεστή και σκοτεινή νύχτα, η γνώση του τέλους. Η παραδοχή πως η ψεύτικη ρουτίνα δεν μου είναι επιβεβλημένη και την επέλεξα αναβάλλοντας τον θάνατο για άλλον έναν γύρο σε ένα παιχνίδι με πειραγμένες ζαριές όπου νικάς μόνο αν καταφέρεις να χάσεις με μη υπολογισμένο τρόπο.

Σε διαφορετική περίπτωση, θεωρώντας ότι πρέπει να υπομείνω όλα αυτά για να ανταμειφτώ με πικρό τέλος, σε εκείνη τη περίπτωση η ύπαρξη θα ήταν μαρτυρική.
Είναι η διάκριση του θανάτου από ανταμοιβή σε επιλογή, διαθέσιμη οποτεδήποτε, που ελευθερώνει.

Ένα προπύργιο στο νου που παραμένει όρθιο μετά από κάθε ανεμοστρόβιλο και σεισμό γνωριμιών και απόκτησης βιωμάτων.
Ένας θαμμένος διακόπτης ανάγκης που γινόμενος το δέντρο του μύθου θα επισκιάσει όλα τα φωλιασμένα ζιζάνια.

Η πυξίδα μου για το βουνό του τέλους, έναν όγκο ορατό μόνο στους αναχωρούντες. Διέσχισα αμμοχώραφα, περικυκλωμένα από οργωμένους δρόμους.
Πέρασα από ριγμένες ομίχλες με μόνο οδηγό μια ακτίνα που άρπαξα σαν σκοινί.
Σε εκείνο το βουνό που είναι σπασμένο στα δυο, η πάνω δεσπόζων αστεροειδής και η κάτω ηφαίστειο με ένα κάστρο για καπάκι, χτισμένο από τα απολιθωμένα οστά όσων έπεσαν μέσα. 

Εκεί θα βρω το τέλος μου, εκεί και την αρχή μου. (ζιι)
Το εισιτήριο μόλις αποχωριστώ που κράταγα σφιχτά. (λος)
Τη πέτρα από το λαιμό θα αποβάλλω. (ντιι)
Βάζοντας μια δυνατή φωνή. (ντου)